«Δεν γινόταν να σε αφήσω πίσω για να σημάνεις συναγερμό», συνέχισε υπομονετικά. Αλήθεια έλεγε. «Ξέρω ότι σου το εξήγησε η Κυρά Ανάν». Σκέφτηκε να προσθέσει ότι έλεγε βλακείες όταν είχε πει στην Τουόν πως ήταν η γυναίκα του —έπρεπε οπωσδήποτε να τον θεωρήσει εντελώς βλαμμένο!— αλλά προτίμησε να μην ανακινήσει το θέμα. Αν η ίδια είχε τη διάθεση να το αφήσει ως είχε, τόσο το καλύτερο. «Ξέρω ότι σου το είπε ήδη, αλλά υπόσχομαι πως δεν θα σε πειράξει κανείς. Δεν είμαστε επικηρυγμένοι για λύτρα, απλώς φεύγουμε με το κεφάλι πάνω στους ώμους μας ακόμη. Μόλις βρω τρόπο να σε στείλω πίσω σώα και αβλαβή, θα το κάνω. Το υπόσχομαι. Μέχρι τότε, θα φροντίσω να είσαι όσο πιο άνετα γίνεται. Απλώς, πρέπει να υπομείνεις και τους άλλους».
Τα μεγάλα μαύρα μάτια της Τουόν ζωντάνεψαν κι άστραψαν σαν αστραπή σε νυχτερινό ουρανό, αλλά είπε: «Μάλλον θα διαπιστώσω σύντομα αν όσα υπόσχεσαι έχουν κάποια αξία, Παιχνιδάκι». Στα πόδια της, η Σελούσια σφύριξε αποδοκιμαστικά σαν βρεμένη γάτα, με το κεφάλι της μισογυρισμένο σαν να ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, αλλά το αριστερό χέρι της Τουόν έκανε μια απότομη κίνηση κι η γαλανομάτα γυναίκα αναψοκοκκίνισε και σιώπησε. Η Γενιά χρησιμοποιούσε κάτι παρόμοιο με τη χειρομιλία των Κορών με τους ανώτερους υπηρέτες. Ο Ματ ευχήθηκε να καταλάβαινε τα συνθηματικά που αντάλλασσαν.
«Απάντησε μου σε κάτι, Τουόν», της είπε.
Νόμισε πως άκουσε τη Σιτάλε να μουρμουρίζει «Τρελέ». Το σαγόνι της Σελούσια σφίχτηκε και μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στα μάτια της Τουόν, αλλά αν επρόκειτο να τον αποκαλεί διαρκώς «Παιχνιδάκι», ο Ματ δεν ήταν διόλου διατεθειμένος να την προσφωνεί με τον τίτλο της.
«Πόσο είσαι;» Είχε ακούσει ότι ήταν λίγα χρόνια νεότερή του, κάτι που φάνταζε αδύνατον αν την έβλεπες μέσα σ’ αυτό το φόρεμα που έμοιαζε με σάκο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη η επικίνδυνη σπίθα έγινε φλόγα, αλλά όχι καυτή αστραπή αυτή τη φορά. Αν ήταν έτσι, θα τον έψηνε επί τόπου. Η Τουόν τίναξε προς τα πίσω τους ώμους της κι ίσιωσε το κορμί της. Ο Ματ αμφέβαλλε αν μπορούσε να φτάσει σε ύψος πέντε ποδών με τα πέλματα γυμνά, όσο κι αν κορδωνόταν. «Τα δέκατα τέταρτα αληθογενέθλιά μου πλησιάζουν σε πέντε μήνες», είπε με φωνή που κάθε άλλο παρά ψυχρή ήταν. Αντιθέτως, έμοιαζε να ζεσταίνει τον χώρο καλύτερα κι από τη σόμπα. Ο Ματ αισθάνθηκε μια στιγμιαία ελπίδα, αλλά η γυναίκα δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Όχι. Εδώ τα κρατάτε κρυφά τα γενέθλιά σας, έτσι; Οπότε, είναι τα εικοστά μου γενέθλια. Ικανοποιήθηκες, Παιχνιδάκι; Μήπως φοβήθηκες ότι έκλεψες καμιά... παιδούλα;» Πρόφερε σχεδόν συριστικά την τελευταία λέξη.
Ο Ματ κούνησε τα χέρια του, απορρίπτοντας έξαλλος το υπονοούμενο της Τουόν. Αν μια γυναίκα άρχιζε να μιλάει συριστικά και να βράζει σαν καζάνι, ο έξυπνος άντρας έπρεπε να βρει τρόπο να την ηρεμήσει, και γρήγορα. Η Τουόν έσφιγγε τόσο δυνατά την κούπα, ώστε οι τένοντες εξείχαν στο πάνω μέρος του χεριού της· ο Ματ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να υποφέρει ο γοφός του από μία ακόμη πτώση. Άσε που δεν ήταν καν σίγουρος ότι η Τουόν δεν σκόπευε να του κάνει κακό την πρώτη φορά. Τα χέρια της κινούνταν με φοβερή γρηγοράδα. «Ήθελα να ξέρω, αυτό είναι όλο», της είπε βιαστικά. «Ήμουν απλώς περίεργος, έτσι για βρισκόμαστε σε κουβέντα, δηλαδή. Εγώ είμαι λίγο μεγαλύτερος». Είκοσι, λοιπόν. Οπότε, πήγαιναν περίπατο οι ελπίδες του να είναι πολύ νεαρή για να παντρευτεί μέσα στα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Ό,τι κι αν συνέβαινε μεταξύ της παρούσας στιγμής και της μέρας του γάμου του, θα ήταν καλοδεχούμενο.
Η Τουόν τον κοίταξε καχύποπτα κι εξεταστικά, με το κεφάλι της γερμένο λοξά, κι έπειτα πέταξε την κούπα πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στην Κυρά Ανάν, και κάθισε ξανά στο σκαμνί, τακτοποιώντας με περισσή φροντίδα την πολύπτυχη, μάλλινη φούστα της σαν να ήταν τήβεννος από μετάξι. Ωστόσο, δεν έπαψε στιγμή να τον περιεργάζεται μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες της. «Πού είναι το δαχτυλίδι σου;» τον ρώτησε επιτακτικά.
Ασυναίσθητα, ο Ματ ψαχούλεψε το δάχτυλο του αριστερού του χεριού, εκεί όπου βρισκόταν συνήθως το μεγάλο δαχτυλίδι. «Δεν το φοράω συνέχεια». Ειδικά εφ’ όσον όλοι στο Παλάτι Τάρασιν γνώριζαν ότι το φορούσε. Όπως και να είχε το πράγμα, θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μές στο γάλα, με αυτό το τραχύ, αλήτικο ρούχο που φορούσε. Σε τελική ανάλυση, δεν επρόκειτο καν για τον σφραγιδόλιθό του, ένα απλό τεχνούργημα σμιλευτή ήταν. Παράξενο, πόσο πιο ελαφρύ ένιωθε το χέρι του δίχως αυτό. Υπερβολικά, ίσως. Επίσης, παράξενο ήταν το γεγονός ότι η γυναίκα το ανέφερε. Αλλά και πάλι, γιατί όχι; Μα το Φως, αυτά τα ζάρια τον έκαναν να φοβάται τη σκιά του και να τρομάζει με το παραμικρό. Εκτός αν έπαιζε ρόλο η παρουσία της Τουόν — αυτή ήταν μία πολύ δυσάρεστη σκέψη.