Выбрать главу

Ο Ματ πήγε να κάτσει στο άδειο κρεβάτι, αλλά η Σελούσια τινάχτηκε, προλαβαίνοντάς τον με τέτοια γρηγοράδα, που θα τη ζήλευε κι ακροβάτης. Απλώθηκε πάνω στο στρώμα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι της. Η κίνηση αυτή έκανε το μαντίλι της να γλιστρήσει λοξά για μια στιγμή, αλλά το ίσιωσε βιαστικά, χωρίς να πάψει στιγμή να τον κοιτάει, υπερήφανα και ψυχρά σαν βασίλισσα. Ο Ματ έριξε μια ματιά στο άλλο κρεβάτι, αλλά η Κυρά Ανάν ακούμπησε επάνω του το κέντημά της, για να ισιώσει τη φούστα της με μια επιδεικτική κίνηση, καθιστώντας ξεκάθαρο πως δεν σκόπευε να του παραχωρήσει ούτε ίντσα. Που να την έπαιρνε και να τη σήκωνε, φερόταν λες και προφύλασσε την Τουόν από τον ίδιο! Φαίνεται πως οι γυναίκες ενώνουν πολλές φορές τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε ο άντρας να μην έχει καμιά τύχη. Πάντως, αφού είχε καταφέρει να μην γίνει υποχείριο της Εγκήνιν, δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να αφεθεί στα χέρια της Σετάλε Ανάν ή της υπηρέτριας με το πλούσιο στήθος ή ακόμα και της ίδιας της σθεναρής και πανίσχυρης Υψηλής Αρχόντισσας Κόρης των Εννέα καταραμένων Φεγγαριών! Από την άλλη, δύσκολα θα έκανε πέρα κάποια από δαύτες για να βρει θέση να κάτσει.

Ακουμπώντας πάνω σε ένα συρταρωτό ερμάρι, στα πόδια του κρεβατιού πάνω στο οποίο καθόταν η Κυρά Ανάν, πάσχισε να βρει κάτι να πει. Ποτέ του δεν είχε πρόβλημα να σκεφτεί κάτι για να μιλήσει σε γυναίκα, αλλά το μυαλό του έμοιαζε νεκρωμένο από τον ήχο των ζαριών. Κι οι τρεις γυναίκες τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά —σχεδόν μπορούσε να ακούσει μία από δαύτες να του λέει να μην καμπουριάζει!— οπότε αρκέστηκε να χαμογελάσει. Οι περισσότερες γυναίκες έβρισκαν το χαμόγελό του ελκυστικό.

Η Τουόν ξεφύσηξε δυνατά, με τρόπο που δεν μαρτυρούσε διόλου ότι είχε μεταπειστεί. «Θυμάσαι το πρόσωπο του Γερακόφτερου, Παιχνιδάκι;» Η Κυρά Ανάν βλεφάρισε έκπληκτη κι η Σελούσια ανασηκώθηκε στο κρεβάτι συνοφρυωμένη και κοιτώντας προς το μέρος του. Γιατί, άραγε, τον κοίταζε τόσο βλοσυρά; Η Τουόν συνέχισε να τον παρατηρεί, με τα χέρια διπλωμένα πάνω στα γόνατά της, ψυχρή και συλλογισμένη σαν Σοφία την Κυριακή.

Το χαμόγελο του Ματ φάνταζε παγωμένο. Μα το Φως, τι γνώριζε άραγε; Πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζει κάτι; Κειτόταν κάτω από τον πύρινο ήλιο, κρατώντας τα πλευρά του και με τα δύο χέρια, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τις τελευταίες ικμάδες της ζωής του, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν αν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Η Αλντεσάρ ήταν καταδικασμένη μέχρι το τέλος της μέρας. Μια σκιά έκρυψε τον ήλιο προς στιγμήν κι έπειτα ένας ψηλός, πάνοπλος άντρας έσκυψε από πάνω του, με την περικεφαλαία υπό μάλης και με τα βαθουλωτά, σκοτεινά του μάτια να πλαισιώνουν μια γαμψή μύτη. «Πολέμησες γενναία εναντίον μου σήμερα, Κουλαίν, όπως και τις προηγούμενες μέρες», είπε εκείνη η αξιομνημόνευτη φωνή. «Θες να συνάψουμε ειρήνη;» Με την ύστατη ανάσα του, γέλασε κατάμουτρα προς το μέρος τον Άρτουρ του Γερακόφτερου. Μισούσε τις μνήμες του θανάτου του. Μια ντουζίνα ακόμα θύμησες παρόμοιων συναντήσεων πέρασαν από το μυαλό του, πανάρχαιες μνήμες που τώρα ήταν δικές του. Ο Άρτουρ Πέντραγκ ήταν δύσκολος άντρας για να τα έχεις καλά μαζί του, ακόμα και πριν από την έναρξη του πολέμου.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και διάλεξε τα λόγια του προσεκτικά. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να αγορεύσει στην Παλιά Γλώσσα. «Όχι, φυσικά!» είπε ψέματα. Οι γυναίκες έπαιζαν στα δάχτυλα τον άντρα που αδυνατούσε να πει πειστικά ψέματα. «Μα το Φως, ο Γερακόφτερος πέθανε πριν από χίλια χρόνια! Τι ερώτηση είναι αυτή;»

Το στόμα της Τουόν άνοιξε αργά και, για μία στιγμή, ο Ματ ήταν σίγουρος ότι σκόπευε να απαντήσει στην ερώτηση του με νέα ερώτηση. «Μια χαζή ερώτηση, Παιχνιδάκι», αποκρίθηκε τελικά η γυναίκα. «Δεν έχω ιδέα πώς πετάχτηκε στο κεφάλι μου».

Η ένταση στους ώμους του Ματ χαλάρωσε κάπως. Μα, βέβαια. Ήταν τα’βίρεν. Ο κόσμος γύρω του έλεγε κι έκανε πράγματα που δεν θα τα έκανε πουθενά αλλού. Πιστοποιημένη ανοησία. Ωστόσο, κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει πολύ άβολο όταν έφθανε να αφορά στον ίδιο. «Το όνομά μου είναι Ματ. Ματ Κώθον». Ήταν σαν να μην είχε μιλήσει καν.

«Δεν μπορώ να πω επακριβώς τι θα κάνω μόλις επιστρέψω στο Έμπου Νταρ, Παιχνιδάκι. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ίσως σε κάνω ντα’κοβάλε. Δεν είσαι πολύ όμορφος για οινοχόος, αλλά ίσως μου φανείς ευχάριστος σ’ αυτήν την αρμοδιότητα. Ωστόσο, μια και μου έχεις δώσει ορισμένες υποσχέσεις, θα ήθελα να σου δώσω κι εγώ μερικές. Για όσο χρονικό διάστημα τηρήσεις τις υποσχέσεις σου, ορκίζομαι πως δεν θα δραπετεύσω, ούτε θα σε προδώσω με κανέναν τρόπο, ούτε θα προκαλέσω έριδες μεταξύ των ακολούθων σου. Πιστεύω πως καλύφθηκα». Αυτή τη φορά, η Κυρά Ανάν απέμεινε να την κοιτά με το στόμα ορθάνοιχτο, κι ένας περίεργος ήχος ακούστηκε από τον λαιμό της Σελούσια, αλλά η Τουόν δεν φάνηκε να προσέχει καμία από τις δύο. Απλώς κοιτούσε τον Ματ με προσδοκία, περιμένοντας κάποια απόκριση.