Ένας παρόμοιος ήχος ακούστηκε να βγαίνει κι από τον λαιμό του Ματ. Δεν ήταν κλαψούρισμα, έμοιαζε περισσότερο με ξερόβηχα. Το πρόσωπο της Τουόν ήταν γαλήνιο σαν σκληρή μάσκα από μαύρο γυαλί. Η ηρεμία της προκαλούσε τρέλα, αλλά μπροστά της οι ασυναρτησίες έμοιαζαν απόλυτα λογικές! Θα πρέπει να ήταν παρανοϊκή, αν νόμιζε πως ο Ματ μπορούσε ποτέ να πιστέψει στην προσφορά της. Κι όμως, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι η γυναίκα το εννοούσε ή, αλλιώς, ότι ήταν πολύ καλύτερη ψεύτρα απ’ ό,τι ήλπιζε να γίνει ο ίδιος ποτέ. Βίωσε ξανά εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση ότι η Τουόν γνώριζε περισσότερα από αυτόν. Γελοία αίσθηση, βέβαια, υπαρκτή ωστόσο. Ξεροκατάπιε κι ένιωσε έναν γρόμπο στο λαρύγγι του. Έναν σκληρό γρόμπο.
«Καλά, αυτό ισχύει για σένα», είπε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, «αλλά η Σελούσια;» Χρόνο για τι πράγμα; Ούτε να σκεφτεί δεν μπορούσε, με τα ζάρια να σφυροκοπούν το κεφάλι του.
«Η Σελούσια ακολουθεί τις προσταγές μου, Παιχνιδάκι», απάντησε ανυπόμονα η Τουόν. Η γαλανομάτα γυναίκα όρθωσε το ανάστημά της και τον κοίταξε σαν να ήταν αγανακτισμένη με τις αμφιβολίες του. Για απλή υπηρέτρια, φάνταζε αρκετά άγρια, αν προσπαθούσε.
Ο Ματ δεν ήξερε ούτε τι να πει, ούτε τι να κάνει. Δίχως δεύτερη σκέψη, έφτυσε την παλάμη του κι άπλωσε το χέρι του, λες κι ήθελε να σφραγίσει κάποια συμφωνία για αγορά αλόγου.
«Τα έθιμά σας είναι κάπως... άξεστα», σχολίασε ξερά η Τουόν, αλλά έφτυσε επίσης την παλάμη της και του έσφιξε το χέρι. «"Έτσι είναι η συνθήκη μας γραμμένη· έτσι η συμφωνία μας κλείνει". Τι σημαίνει η πρόταση που είναι χαραγμένη στο δόρυ σου, Παιχνιδάκι;»
Αυτή τη φορά, ήταν έτοιμος να κλαψουρίσει, κι όχι επειδή η γυναίκα είχε διαβάσει την επιγραφή στην Παλιά Γλώσσα, που ήταν χαραγμένη πάνω στο ασανταρέι. Ακόμα και πέτρα θα κλαψούριζε. Τα ζάρια είχαν σταματήσει με το που άγγιξε το χέρι της. Μα το Φως, τι είχε συμβεί;
Γροθιές ακούστηκαν στην πόρτα κι ο Ματ τσιτώθηκε και στράφηκε δίχως δεύτερη σκέψη, ενώ σε κάθε του χέρι παρουσιάστηκε από ένα εγχειρίδιο, έτοιμο να πεταχτεί ενάντια σε όποιον ή σε ό,τι επρόκειτο να μπει. «Κρυφτείτε πίσω μου», είπε κοφτά.
Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε το κεφάλι του Θομ. Η κουκούλα του μανδύα του ήταν τραβηγμένη κι ο Ματ κατάλαβε ότι έξω έβρεχε. Κάτι με την Τουόν, κάτι με τα ζάρια, δεν είχε προσέξει τονήχο της βροχής που έπεφτε πάνω στην οροφή της άμαξας. «Ελπίζω να μη διακόπτω κάτι», είπε ο Θομ, πασπατεύοντας τα μεγάλα άσπρα μουστάκια του.
Το πρόσωπο του Ματ αναψοκοκκίνισε. Η Σετάλε είχε μείνει άναυδη, με τη βελόνα να ιχνηλατεί τη γαλάζια κλωστή του κεντήματός της, και τα φρύδια της υπερυψωμένα, λες κι ήθελαν να σκαρφαλώσουν πιο πάνω από το κεφάλι της. Η Σελούσια καθόταν στην άκρη του κρεβατιού γεμάτη υπερένταση, παρακολουθώντας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εγχειρίδια να γλιστρούν ξανά μες στα μανίκια του Ματ. Ο Ματ πίστευε πως δεν ήταν από τις γυναίκες που αρέσκονταν σε ριψοκίνδυνους άντρες. Τέτοιες γυναίκες ήταν προς αποφυγήν έτειναν να βρίσκουν τρόπους για να κάνουν έναν άντρα να αποζητά τον κίνδυνο. Δεν έριξε ούτε ματιά προς το μέρος της Τουόν. Το πιθανότερο ήταν ότι τον κοιτούσε όπως θα κοίταζε και τον Λούκα όταν χοροπηδούσε. Το ότι δεν επιθυμούσε να παντρευτεί δεν σήμαινε κιόλας ότι ήθελε η μέλλουσα σύζυγός του να τον θεωρεί τρελό.
«Τι βρήκες, Θομ;» ρώτησε τραχιά ο Ματ. Κάτι πρέπει να είχε συμβεί, ειδάλλως τα ζάρια δεν θα σταματούσαν τον χορό τους. Στο μυαλό του ξεπήδησε μια σκέψη που παραλίγο θα ανασήκωνε τις τρίχες των μαλλιών του. Ήταν η δεύτερη φορά που τα ζάρια έπαυαν παρουσία της Τουόν. Ή, μάλλον, η τρίτη, μετρώντας και το περιστατικό στην πύλη εξόδου του Έμπου Νταρ. Τρεις καταραμένες φορές, που είχαν άμεση σχέση με την παρουσία της.
Κουτσαίνοντας ελαφρά, ο ασπρομάλλης άντρας προχώρησε στο εσωτερικό, πέταξε προς τα πίσω την κουκούλα του κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Χώλαινε εξαιτίας κάποιας παλιάς πληγής που δεν είχε προέλθει από καυγά στην πόλη. Ψηλός, λιπόσαρκος και χοντρόπετσος, με διαπεραστικά γαλάζια μάτια και χιονένιο μουστάκι που κρεμόταν έως κάτω από το πηγούνι του, έμοιαζε με τύπο που τραβάει την προσοχή όπου κι αν πηγαίνει, αν κι είχε εξασκηθεί πολύ να κρύβεται σε ανοικτούς χώρους, ενώ το σκούρο καφεκίτρινο πανωφόρι του κι ο καφετής μάλλινος μανδύας του αποτελούσαν κατάλληλο ντύσιμο για κάποιον που έχει μεν κάποια λεφτά για ξόδεμα, αλλά όχι πολλά. «Στους δρόμους, οι διαδόσεις για την αφεντιά της δίνουν και παίρνουν», είπε νεύοντας προς τη μεριά της Τουόν, «αλλά κανείς δεν μιλάει σχετικά με την εξαφάνιση της. Κέρασα ποτά μερικούς αξιωματικούς Σωντσάν, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν πως η κοπέλα καλοκάθεται στο Παλάτι Τάρασιν ή ότι λείπει σε ταξίδι επιθεώρησης. Δεν διαισθάνθηκα καμιά προσποίηση, Ματ. Μάλλον δεν ήξεραν τίποτα».