Выбрать главу

«Τι περίμενες, Παιχνιδάκι, καμιά δημόσια ανακοίνωση;» ρώτησε καχύποπτα η Τουόν. «Όπως έχουν τα πράγματα, η Σούροθ ίσως σκέφτεται ν’ αυτοκτονήσει από ντροπή. Μήπως περίμενες εκ μέρους της ν’ αρχίσει να διαδίδει κακούς οιωνούς για τον Γυρισμό, φανερώνοντας έτσι στον καθένα τι κρύβεται από πίσω;»

Ώστε, η Εγκήνιν είχε δίκιο. Εντούτοις, το όλο θέμα εξακολουθούσε να φαντάζει απίθανο, αν κι ασήμαντο συγκριτικά με το σταμάτημα των ζαριών. Μα, επιτέλους, τι είχε συμβεί; Το μόνο που είχε κάνει ήταν ν’ ανταλλάξει χειραψία με την Τουόν. Είχαν δώσει τα χέρια, κάνοντας μια συμφωνία. Δεν σκόπευε να μην τηρήσει τη συμφωνία από τη δική του πλευρά, αλλά τι ήταν αυτό που του είχαν πει τα ζάρια; Ότι θα κρατούσε κι η κοπέλα την υπόσχεσή της; Ή, μήπως, όχι; Απ’ όσο γνώριζε, οι αριστοκράτισσες των Σωντσάν είχαν το συνήθειο να παντρεύονται —τι είπε ότι θα τον έκανε, οινοχόο;— πάντα οινοχόους.

«Υπάρχει και κάτι άλλο, Ματ», είπε ο Θομ, κοιτώντας την Τουόν με εξεταστικό βλέμμα και με μια υποψία έκπληξης. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως η Τουόν θα νοιαζόταν ελάχιστα αν η Σούροθ αυτοκτονούσε. Ίσως, τελικά, ήταν όντως σκληρή, όπως πίστευε ο Ντόμον. Μα, τι ακριβώς προσπαθούσαν να του πουν τα καταραμένα τα ζάρια; Αυτό ήταν το σημαντικό. Έπειτα, ο Θομ συνέχισε να μιλάει, κι ο Ματ ξέχασε και τα ζάρια και το κατά πόσον η Τουόν ήταν σκληρή. «Η Τάυλιν είναι νεκρή. Το κρατούν μυστικό, για να μη γίνουν φασαρίες, αλλά κάποιος απ’ τους Φρουρούς του Παλατιού, ένας νεαρός υπολοχαγός, που καλά-καλά δεν μπορούσε να κρατήσει το ποτό στα χέρια του, μου είπε πως ετοιμάζουν επιμνημόσυνο γεύμα και στέψη του Μπέσλαν την ίδια μέρα».

«Πώς;» ρώτησε απαιτητικά ο Ματ. Εντάξει, ήταν μεγαλύτερή του, αλλά όχι και τόσο! Η στέψη του Μπέσλαν. Μα το Φως! Πώς θα τα έβγαζε πέρα ο Μπέσλαν, αφού μισούσε τόσο πολύ τους Σωντσάν; Άλλωστε, δικό του σχέδιο ήταν να βάλουν φωτιά σ’ εκείνες τις αποθήκες στον Δρόμο του Κόλπου. Έτοιμος ήταν να ξεσηκώσει τον κόσμο, αν δεν τον έπειθε ο Ματ πως το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να γίνει σφαγή, κι όχι των Σωντσάν.

Ο Θομ φάνηκε διστακτικός, χαϊδεύοντας τα μουστάκια του με τον αντίχειρά του. Τελικά, αναστέναξε. «Τη βρήκαν στο υπνοδωμάτιο το επόμενο πρωί, αφότου φύγαμε, Ματ, δεμένη χειροπόδαρα. Το κεφάλι της... Το κεφάλι της ήταν κομμένο».

Ο Ματ δεν συνειδητοποίησε πως τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, μέχρι που βρέθηκε καθισμένος στο δάπεδο, με το κεφάλι του να βουίζει. Ακόμα άκουγε τη φωνή της μέσα στο μυαλό του. Θα χάσεις το κεφάλι σου, γουρουνάκι, αν δεν προσέχεις, κι αυτό δεν θα μου άρεσε καθόλου. Η Σετάλε έγειρε μπροστά, πάνω στο στενό κρεβάτι, για να ακουμπήσει το χέρι της πάνω στο μάγουλό του σε ένδειξη συμπόνιας.

«Οι Ανεμοσκόποι;» ρώτησε ο Ματ με άδεια φωνή. Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα.

«Σύμφωνα με όσα είπε εκείνος ο υπολοχαγός, οι Σωντσάν κατηγόρησαν τις Άες Σεντάι, επειδή η Τάυλιν είχε πάρει τους όρκους των Σωντσάν. Αυτό σκοπεύουν να ανακοινώσουν στο επιμνημόσυνο γεύμα».

«Η Τάυλιν πέθανε την ίδια νύχτα που δραπέτευσαν οι Ανεμοσκόποι, κι οι Σωντσάν πιστεύουν ότι δολοφονήθηκε από Άες Σεντάι;» Του ήταν αδύνατον να φανταστεί την Τάυλιν νεκρή. Θα σε φάω για βραδινό, παπάκι. «Δεν βγάζει νόημα, Θομ».

Ο Θομ δίστασε, συνοφρυωμένος σαν να συλλογιζόταν κάτι. «Εν μέρει, θα μπορούσε να είναι πολιτικό ζήτημα, αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό ακριβώς πιστεύουν, Ματ. Ο υπολοχαγός είπε πως είναι σίγουροι ότι οι Ανεμοσκόποι έτρεχαν πολύ γρήγορα για να προλάβουν να τις σταματήσουν ή να παραμερίσουν, και το συντομότερο μονοπάτι που οδηγεί εκτός παλατιού από τη μεριά των κελιών των νταμέην δεν περνάει διόλου κοντά από τα διαμερίσματα της Τάυλιν».

Ο Ματ μούγκρισε. Σίγουρα δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά κι έτσι να ήταν, δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που θα μπορούσε να κάνει.

«Οι μαράθ’νταμέην είχαν λόγους να δολοφονήσουν την Τάυλιν», σχολίασε έξαφνα η Σελούσια. «Φοβούνταν το παράδειγμά της για τις υπόλοιπες. Ενώ οι νταμέην στις οποίες αναφέρεσαι, τι λόγους μπορεί να είχαν; Κανέναν. Το χέρι της δικαιοσύνης απαιτεί κίνητρα κι αποδείξεις, ακόμα κι αν πρόκειται για νταμέην ή ντα’κοβάλε». Μιλούσε σαν να διάβαζε τα λόγια από βιβλίο. Δεν είχε πάψει στιγμή να κοιτάζει την Τουόν με την άκρη του ματιού της.

Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, αλλά ακόμη κι αν η μικροκαμωμένη γυναίκα χρησιμοποίησε χειρομιλία για να δείξει στη Σετάλε τι έπρεπε να πει, τα χέρια της τώρα αναπαύονταν στα γόνατά της. Τον παρακολουθούσε με μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό της. «Τόσο πολύ ενδιαφερόσουν για την Τάυλιν;» ρώτησε, με τόνο επιφύλαξης στη φωνή της.