Выбрать главу

«Τι μπορεί να προσφέρει ένας μικρός ουλαμός;» γρύλισε με καταφρόνια ο ψηλόλιγνος άντρας.

«Όχι πολλά», απάντησε ο Ιτουράλντε. «Αν, όμως, υπήρχαν πενήντα τέτοιοι ουλαμοί; Εκατό;» Οι Ταραμπονέζοι ετούτοι θα μπορούσαν να έχουν συνολικά πολλούς άντρες πίσω τους. «Αν χτυπήσουν όλοι μαζί ταυτόχρονα, την ίδια μέρα, σε όλη την επικράτεια του Τάραμπον; Εγώ ο ίδιος θα επέλαυνα πλάι τους, καθώς επίσης κι όσοι από τους άντρες μου μπορούσαν να εφοδιαστούν με Ταραμπονέζικες πανοπλίες. Απλώς και μόνο για να βεβαιωθείς πως δεν πρόκειται για ένα απλό στρατήγημα για να σε ξεφορτωθούμε».

Πίσω του, οι Ντομανοί άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Ο Γουακέντα, μάλιστα —αν είναι δυνατόν!— φώναζε δυνατότερα απ’ όλους. Πολύ καλό το σχέδιο του Λύκου, αλλά ήθελαν τον ίδιο τον Λύκο επικεφαλής τους. Οι περισσότεροι Ταραμπονέζοι άρχισαν να λογομαχούν μεταξύ τους για το αν τόσο πολλοί άντρες είχαν τη δυνατότητα να διασχίσουν τον κάμπο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ακόμα και χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, αν θα ήταν χρήσιμοι στο Τάραμπον σε τόσο μικρούς αριθμούς κι αν, σε τελική ανάλυση, ήταν πρόθυμοι να φορέσουν θωράκιση σημαδεμένη με τις ρίγες των Σωντσάν. Οι Ταραμπονέζοι διαπληκτίζονταν εξίσου εύκολα —κι εξίσου παθιασμένα— με τους Σαλδαίους. Ο άντρας με τη γαμψή μύτη, ωστόσο, δεν συμμετείχε στις λογομαχίες. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο στον Ιτουράλντε. Ένευσε ελαφρά. Ο Ιτουράλντε δεν μπορούσε να διακρίνει εύκολα πίσω από αυτά τα παχιά μουστάκια, αλλά του φάνηκε πως ο άντρας χαμογέλασε.

Οι ώμοι του Ιτουράλντε χαλάρωσαν, καθώς η ένταση των τελευταίων λεπτών υποχωρούσε. Ο τύπος δεν θα συμφωνούσε σε καμία περίπτωση, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι φιλονικούσαν, αν δεν ήταν ο ηγέτης τους, κάτι που δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν σίγουρος πως οι υπόλοιποι θα τον ακολουθούσαν. Θα εξορμούσαν νότια μαζί του, στην καρδιά των εδαφών που οι Σωντσάν θεωρούσαν δικά τους, και θα τους κατάφερναν γερό πλήγμα. Οι Ταραμπονέζοι, βέβαια, θα ήθελαν να μείνουν κι άλλο και να συνεχίσουν τον πόλεμο εντός των εδαφών τους. Δεν περίμενε τίποτα περισσότερο. Κάτι που σήμαινε ότι, τόσο ο ίδιος, όσο κι οι λίγες χιλιάδες άντρες που μπορούσε να πάρει μαζί του, θα αναλάμβαναν την καταδίωξη προς Βορρά, στο μήκος όλης αυτής της έκτασης που αποκαλούνταν Πεδιάδα του Άλμοθ. Και με τη βοήθεια του Φωτός, θα ήταν μια μανιασμένη καταδίωξη.

Ανταπέδωσε το χαμόγελο του Ταραμπονέζου, αν όντως ήταν χαμόγελο. Με λίγη τύχη, οι εξαγριωμένοι στρατηγοί δεν θα καταλάβαιναν προς τα πού τους οδηγούσε, μέχρι που θα ήταν πολύ αργά. Αλλά, κι αν το έπαιρναν είδηση... Ε, λοιπόν, είχε και δεύτερο σχέδιο.

Ο Ήμον Βάλντα έσφιγγε τον μανδύα πάνω στο κορμί του καθώς βάδιζε βαριά στο χιόνι, ανάμεσα στα δέντρα. Ο άνεμος, ψυχρός και σταθερός, σφύριζε μέσα από τα χιονοσκέπαστα κλωνάρια, αφήνοντας έναν απατηλά ήσυχο ήχο κάτω από το μελαγχολικό, γκρίζο φως. Διαπερνούσε το χοντρό άσπρο μάλλινο σαν να ήταν αραιή ομίχλη, και του περόνιαζε τα κόκαλα. Στο στρατόπεδο που απλωνόταν μπροστά του, μέσα στο δάσος, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Αν κουνιόσουν, μπορούσες να ζεσταθείς κάπως, αλλά, με αυτή την παγωνιά, οι άντρες μαζεύονταν ο ένας κοντά στον άλλο και δεν κινούνταν, εκτός αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη.

Ξαφνικά, σταμάτησε απότομα και ζάρωσε τη μύτη του, καθώς μια αιφνίδια μπόχα εισέβαλε στα ρουθούνια του, μια απαίσια ρυπαρότητα, λες και κάπου τριγύρω υπήρχαν καμιά εικοσαριά κοπροσωροί γεμάτοι σκουλήκια. Ο Ήμον, όμως, αντί καλύψει το πρόσωπό του με αηδία, συνοφρυώθηκε. Το στρατόπεδο ήταν κάπως ανάστατο κι αυτό δεν του άρεσε. Οι σκηνές ήταν όπως-όπως μαζεμένες στα σημεία όπου τα κλαδιά, πάνω από το κεφάλι του, ήταν πιο χοντρά, ενώ τα άλογα, αντί να είναι περιφραγμένα κατάλληλα, ήταν απλώς δεμένα κάπου εκεί κοντά. Ήταν το χαρακτηριστικό είδος νωθρότητας που οδηγούσε στη λέρα. Όταν δεν τους έβλεπαν, οι άντρες δεν το είχαν σε τίποτα να θάψουν την κοπριά του αλόγου κάτω από μερικές φτυαριές χώμα, για να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, ενώ έσκαβαν αφοδευτήρια εκεί κοντά, προκειμένου να μη διανύουν μεγάλες αποστάσεις μέσα στο κρύο. Όποιος αξιωματικός της δικαιοδοσίας του επέτρεπε κάτι τέτοιο, θα έπαυε αυτομάτως να είναι αξιωματικός και θα μάθαινε από πρώτο χέρι πώς κουμαντάρουν το φτυάρι.

Ανίχνευε τον καταυλισμό, για να εντοπίσει την πηγή της άσχημης μυρωδιάς, όταν εκείνη χάθηκε απότομα. Η κατεύθυνση του ανέμου δεν είχε αλλάξει καθόλου. Απλώς, η μπόχα είχε εξαφανιστεί. Προς στιγμήν, ξαφνιάστηκε κι άρχισε να περπατάει όλο και πιο συνοφρυωμένος. Αυτή η μπόχα ερχόταν από κάπου. Θα έβρισκε αυτόν που νόμιζε πως η πειθαρχία είχε χαλαρώσει, και θα τον τιμωρούσε παραδειγματικά. Ειδικά τώρα, η πειθαρχία έπρεπε να είναι σκληρότερη από κάθε άλλη φορά.