Выбрать главу

«Ναι. Όχι. Που να καώ, τη συμπαθούσα!» Στράφηκε αλλού, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και βγάζοντας τον σκούφο του. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε χαρεί τόσο που απομακρυνόταν από γυναίκα, αλλά τώρα...! «Την παράτησα δεμένη χειροπόδαρα και φιμωμένη, έτσι ώστε να μην μπορεί να φωνάξει για βοήθεια, καθιστώντας την πανεύκολο θύμα για το γκόλαμ», είπε γεμάτος πικρία. «Εμένα έψαχνε. Μην κουνάς το κεφάλι σου, Θομ. Το ξέρεις εξίσου καλά μ’ εμένα».

«Τι είναι το... γκόλαμ;» ρώτησε η Τουόν.

«Σκιογέννημα, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε ο Θομ. Έσμιξε ανήσυχος τα φρύδια του. Γενικώς, δεν ήταν άνθρωπος που ανησυχούσε με το παραμικρό, αλλά δεν υπήρχε κάποιος που δεν θα ταραζόταν στη σκέψη ενός γκόλαμ — εκτός αν ήταν τρελός. «Μοιάζει με άνθρωπο, αλλά μπορεί να γλιστρήσει μέσα από μια ποντικότρυπα ή κάτω από μια πόρτα, κι είναι αρκετά δυνατό, ώστε...» Ξεφύσηξε ανάμεσα από τα μουστάκια του. «Λοιπόν, αρκετά. Ματ, ακόμα κι αν η Τάυλιν είχε εκατό φρουρούς γύρω της, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν αυτό το πράγμα». Δεν θα ήταν ανάγκη να τη φυλάνε εκατό φρουροί αν δεν είχε μπλέξει με τον Ματ Κώθον.

«Γκόλαμ», μουρμούρισε πικρόχολα η Τουόν. Ξαφνικά, έδωσε ένα απότομο χτύπημα με τη γροθιά της στην κορυφή του κεφαλιού του Ματ, κι αυτός, προστατεύοντας με το χέρι του το κρανίο του, κοίταξε δύσπιστα πάνω από τον ώμο του. «Πολύ χαίρομαι που φάνηκες πιστός στην Τάυλιν, Παιχνιδάκι», του είπε δριμύτατα, «αλλά δεν αντέχω τις δεισιδαιμονίες σου. Δεν τις αντέχω. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν τιμά καθόλου την Τάυλιν». Που να πάρει και να σηκώσει, ο θάνατος της Τάυλιν φαίνεται πως δεν την απασχολούσε περισσότερο από αν είχε αυτοκτονήσει η Σούροθ ή όχι. Τι είδους γυναίκα θα παντρευόταν;

Άλλο ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα, αλλά αυτή τη φορά ο Ματ δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκωθεί. Ένιωθε κενός και οικτρός μέχρι τα μύχια της ψυχής του. Ο Μπλάερικ μπήκε χωρίς να ρωτήσει στο εσωτερικό της άμαξας, με τον σκούρο καφετή μανδύα του να στάζει απ’ τη βροχή. Ήταν παλιός μανδύας, φθαρμένος εδώ κι εκεί, αλλά ο Μπλάερικ μάλλον δεν πολυνοιαζόταν για το αν η βροχή τον διαπερνούσε. Ο Πρόμαχος αγνόησε σχεδόν τους πάντες εκτός από τον Ματ. Για μια στιγμή, η ματιά του έπεσε πάνω στο στήθος της Σελούσια! «Η Τζολίνε θέλει να σε δει, Κώθον», είπε, χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα του από τη γυναίκα. Μα το Φως! Αυτό του έλειπε τώρα.

«Ποια είναι η Τζολίνε;» απαίτησε να μάθει η Τουόν.

Ο Ματ την αγνόησε. «Πες της ότι θα τη δω μόλις αρχίσουμε να ταξιδεύουμε, Μπλάερικ». Το τελευταίο πράγμα που του έλειπε ήταν να ακούσει με το ζόρι κι άλλα παράπονα από τις Άες Σεντάι.

«Θέλει να σε δει τώρα, Κώθον».

Αναστενάζοντας, ο Ματ σηκώθηκε και μάζεψε τον σκούφο του από το πάτωμα. Ο Μπλάερικ έμοιαζε έτοιμος να τον σύρει αυτοπροσώπως, αλλά η διάθεση του Ματ ήταν τέτοια που, αν ο άλλος προσπαθούσε, σίγουρα θα τον κάρφωνε με κανένα μαχαίρι. Αυτό, βέβαια, θα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί με σπασμένο λαιμό. Ένας Πρόμαχος δεν συγχωρεί εύκολα αν βρεθεί μ’ ένα μαχαίρι μπηγμένο στα πλευρά. Ήταν σχεδόν σίγουρος πως είχε πεθάνει ήδη την πρώτη φορά που επιχείρησε κάτι τέτοιο, κι αυτό δεν ήταν κάποια αρχαία ανάμνηση, οπότε καλύτερα να μην έπαιρνε τέτοιου είδους ρίσκα αν μπορούσε να το αποφύγει.

«Ποια είναι η Τζολίνε, Παιχνιδάκι;» Αν δεν είχε ήδη υπ’ όψιν του τι συνέβαινε, θα έλεγε πως ο τόνος της φωνής της Τουόν έκρυβε ζήλια.

«Μια καταραμένη Άες Σεντάι», μούγκρισε ο Ματ, φορώντας τον σκούφο και νιώθοντας μια μικρή ικανοποίηση. Το σαγόνι της Τουόν έπεσε από την έκπληξη. Βγαίνοντας, ο Ματ έκλεισε την πόρτα πίσω του πριν η γυναίκα προλάβει να πει κάτι. Ναι, ένιωθε κάπως ικανοποιημένος, αλλά ελάχιστα, κάτι σαν πεταλούδα πάνω σε σωρό κοπριάς. Η Τάυλιν ήταν νεκρή κι, άσχετα από το τι έλεγε ο Θομ, η κατηγορία βάραινε ακόμη τις Ανεμοσκόπους. Χώρια το θέμα της Τουόν κι εκείνων των καταραμένων ζαριών. Πράγματι, επρόκειτο για μια μικροκαμωμένη πεταλούδα πάνω σ’ έναν τεράστιο σωρό κοπριάς.

Ο ουρανός ήταν γεμάτος βαριά σύννεφα κι η βροχόπτωση συνεχιζόταν αδιάκοπα. Βροχή για μούλιασμα, έτσι θα την αποκαλούσαν στην πατρίδα. Μόλις βγήκε, ο Ματ αισθάνθηκε τις σταγόνες να γλιστρούν πάνω στα μαλλιά του, παρά τον σκούφο, και να ποτίζουν το πανωφόρι του. Ο Μπλάερικ δεν φαινόταν να προσέχει τίποτα, ίσα-ίσα που είχε τραβήξει τον μανδύα πάνω στο κορμί του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Ματ ήταν να κυρτώσει τους ώμους του και να πλατσουρίσει χαλαρά στους όλο και φαρδύτερους νερόλακκους που σχηματίζονταν στους βρώμικους δρόμους. Ούτως ή άλλως, μέχρι να φτάσει στην άμαξά του για να πάρει έναν άλλον μανδύα, θα είχε γίνει μουσκίδι. Επιπλέον, ο καιρός ταίριαζε απόλυτα στη διάθεση του.