Προς μεγάλη του έκπληξη κι ασχέτως βροχής, είχε γίνει αρκετή δουλειά στο σύντομο διάστημα που ο ίδιος βρισκόταν στην άμαξα. Απ’ όσο μπορούσε να δει, οι τοίχοι από καναβάτσο είχαν εξαφανιστεί, ενώ τα μισά από τα καρότσια με τις προμήθειες, που κύκλωναν την άμαξα της Τουόν, έλειπαν, όπως επίσης και τα περισσότερα ζώα που ήταν δεμένα στις σειρές των πασσάλων. Ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένιες μπάρες, όπου φυλασσόταν ένα λιοντάρι με μαύρη χαίτη, προχωρούσε τσουλώντας προς τη μεριά του δρόμου, πίσω από ένα αργοκίνητο ζευγάρι αλόγων, τα οποία ελάχιστη σημασία έδιναν τόσο στο κοιμισμένο λιοντάρι πίσω τους, όσο και στη νεροποντή. Οι ηθοποιοί κι οι ακροβάτες κατευθύνονταν κι αυτοί προς τον δρόμο, παρ’ ότι ήταν μυστήριο πώς καθόριζαν με ποια σειρά θα έφευγαν. Οι περισσότερες από τις σκηνές είχαν εξαφανιστεί. Υπήρχαν σημεία όπου τρεις φανταχτερά στολισμένες άμαξες είχαν χαθεί ομαδικά, σε άλλα σημεία κάθε δεύτερη άμαξα έλειπε, ενώ αλλού οι άμαξες ήταν ακίνητες, λες και περίμεναν κάτι, σχηματίζοντας μια συμπαγή μάζα. Το μόνο πράγμα που μαρτυρούσε πως τα μέλη του θιάσου δεν είχαν διασκορπιστεί από δω κι από κει ήταν η ύπαρξη του ίδιου του Λούκα, με τον φανταχτερό μανδύα τυλιγμένο γύρω από το κορμί του, για να μη μουσκεύει, να σουλατσάρει πάνω-κάτω στον δρόμο, σταματώντας πού και πού για να χτυπήσει φιλικά τον ώμο κάποιου άντρα ή για να σιγοψιθυρίσει σε μια γυναίκα κάτι που θα την έκανε να γελάσει. Αν ο θίασος είχε διαλυθεί, ο Λούκα θα κυνηγούσε ήδη όσους θα προσπαθούσαν να το σκάσουν. Για να κρατά ενωμένη την ομάδα του, χρησιμοποιούσε κυρίως την πειθώ και δεν άφηνε κανέναν να φύγει χωρίς να προσπαθήσει, έστω και με το ζόρι, να του αλλάξει γνώμη. Ο Ματ καταλάβαινε ότι, κανονικά, θα έπρεπε να νιώθει καλά βλέποντας τον Λούκα, αν και δεν του πέρασε σε καμιά περίπτωση από το μυαλό ότι μπορεί ο άνθρωπος να είχε ξεμείνει από χρυσάφι, αλλά εκείνες τις στιγμές αμφέβαλλε αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να τον κάνει να αισθανθεί κάτι άλλο εκτός από κενός και θυμωμένος.
Η άμαξα στην οποία τον οδήγησε ο Μπλάερικ, σχεδόν εξίσου μεγάλη με του Λούκα, ήταν περασμένη με ασβεστόχρωμα κι όχι με μπογιά. Η λευκότητα είχε σβήσει από καιρό, αφήνοντας λουριδωτά ίχνη, κι η βροχή ξέπλενε την επιφάνεια, κάνοντάς τη να φαίνεται λίγο πιο γκρίζα στα σημεία όπου το ξύλο δεν ήταν ήδη γυμνό. Η άμαξα ανήκε σε μια παρέα από ηλίθιους, τέσσερις δύστροπους άντρες, που έβαφαν τα πρόσωπά τους για χάρη των χορηγών του θιάσου και μπουγελώνονταν ή χτυπιούνταν μεταξύ τους με παραφουσκωμένες κύστες γουρουνιών. Κατά τ’ άλλα, ξόδευαν τον χρόνο και τα χρήματά τους ρουφώντας όσο περισσότερο κρασί μπορούσαν να αγοράσουν. Με όσα είχε πληρώσει ο Ματ, θα μπορούσαν να είναι μεθυσμένοι για μήνες ολόκληρους, άσε που είχε στοιχίσει κάτι παραπάνω για να πειστεί κάποιος να τους περιμαζέψει.
Τέσσερα δασύτριχα, απερίγραπτα άλογα ήταν ήδη προσδεμένα στην άμαξα κι ο Φεν Μάιζαρ, ο έτερος Πρόμαχος της Τζολίνε, καθόταν ήδη στη θέση του οδηγού, τυλιγμένος μ’ έναν παλιό γκριζαρισμένο μανδύα και κρατώντας τα γκέμια. Λοξοκοίταζε τον Ματ όπως ο λύκος ένα κοπρόσκυλο. Οι Πρόμαχοι είχαν εξ αρχής δυσαρεστηθεί με το σχέδιο του Ματ, σίγουροι πως θα μπορούσαν να απομακρύνουν με ασφάλεια τις αδελφές από τη στιγμή που θα βρίσκονταν εκτός των τειχών της πόλης. Ίσως και να μπορούσαν, αλλά οι Σωντσάν κυνηγούσαν μετά μανίας γυναίκες ικανές να διαβιβάζουν —είχαν ψάξει κιόλας τέσσερις φορές τον θίασο στις μέρες που ακολούθησαν την πτώση του Έμπου Νταρ— και το παραμικρό λάθος αρκούσε για να βρεθούν όλοι μαζί στο ίδιο καζάνι. Από αυτά που έλεγαν κατά καιρούς η Εγκήνιν κι ο Ντόμον, οι Αναζητητές μπορούσαν να κάνουν ακόμα και βράχο να μιλήσει. Ευτυχώς, δεν ήταν όλες οι αδελφές εξίσου σίγουρες με τους Προμάχους της Τζολίνε. Οι Άες Σεντάι είχαν την τάση να αμφιταλαντεύονται όταν δεν συμφωνούσαν για το τι έπρεπε να κάνουν.
Μόλις ο Ματ έφτασε στα σκαλοπάτια όπισθεν της άμαξας, ο Μπλάερικ τον σταμάτησε ακουμπώντας το χέρι στο στήθος του. Το πρόσωπο του Προμάχου, έτσι όπως οι σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα σκαλιστό κομμάτι ξύλου. «Ο Φεν κι εγώ σου είμαστε ευγνώμονες που την έβγαλες από την πόλη, Κώθον, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι αδελφές είναι ήδη στριμωγμένες, καθότι μοιράζονται τον χώρο με άλλες γυναίκες, και δεν αντέχουν. Αν δεν βρούμε άλλη άμαξα, θα υπάρξει πρόβλημα».