«Εκεί είναι το πρόβλημα;» ρώτησε δύστροπα ο Ματ, σφίγγοντας περισσότερο τον γιακά του, κάτι που δεν τον βοήθησε και πολύ γιατί ήταν ήδη μουσκεμένος στην πλάτη, αλλά και μπροστά δεν τα πήγαινε καλύτερα. Αν η Τζολίνε τον είχε φέρει μέχρι εδώ για να αρχίσει ξανά τις μεμψιμοιρίες σχετικά με τα καταλύματα...
«Θα σου πει εκείνη πού είναι το πρόβλημα, Κώθον. Θυμήσου τα λόγια μου».
Μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Ματ ανέβηκε τα βρώμικα σκαλοπάτια και μπήκε, αποφεύγοντας να κλείσει με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Η διαρρύθμιση στο εσωτερικό της άμαξας δεν διέφερε ιδιαίτερα από εκείνη στην άμαξα της Τουόν, αν κι υπήρχαν τέσσερα κρεβάτια, δύο εκ των οποίων ήταν διπλωμένα κι ακουμπισμένα πάνω στα τοιχώματα, πάνω από τα άλλα δύο. Δεν είχε ιδέα ποιον τρόπο είχαν βρει οι έξι γυναίκες για να κοιμούνται, αλλά υπέθετε πως οι τσακωμοί ήταν συχνοί. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της άμαξας τσίριζε σχεδόν, σαν λάδι στο ταψί. Τρεις από τις γυναίκες κάθονταν σε κάθε ένα από τα χαμηλότερα κρεβάτια, καθεμία παρακολουθώντας ή αγνοώντας εντελώς τις γυναίκες που κάθονταν στα απέναντι κρεβάτια. Η Τζολίνε, που ποτέ στη ζωή της δεν είχε κρατηθεί ως νταμέην, συμπεριφερόταν λες κι οι τρεις σουλ’ντάμ δεν υπήρχαν καν. Διάβαζε ένα μικρό βιβλίο με ξύλινη επένδυση κι η αλαζονεία της την καθιστούσε Άες Σεντάι μέχρι τον τελευταίο πόρο της, παρά το πολυφορεμένο μπλε φόρεμά της, που ανήκε μέχρι πρότινος σε μια θηριοδαμάστρια. Οι άλλες δύο αδελφές, ωστόσο, γνώριζαν από πρώτο χέρι τι σήμαινε να είσαι νταμέην. Η Εντεσίνα παρατηρούσε τις τρεις σουλ’ντάμ με επιφύλαξη, με το ένα της χέρι κοντά στο εγχειρίδιο της ζώνης της, ενώ το βλέμμα της Τέσλυν πεταγόταν διαρκώς από δω κι από κει, παρατηρώντας τα πάντα πλην των σουλ’ντάμ, μαλάζοντας απαλά με τα χέρια της τη σκούρα μάλλινη φούστα της. Δεν είχε ιδέα πώς η Εγκήνιν είχε πειθαναγκάσει τις τρεις σουλ’ντάμ να συμβάλουν στη δραπέτευση των νταμέην, αλλά ενώ ήταν απόλυτα σίγουρο ότι τις αναζητούσαν οι αρχές, η στάση απέναντι σε γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Η Μπέθαμιν, ψηλή και σκουρόχρωμη όπως η Τουόν, ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα Εμπουνταρινής τεχνοτροπίας, με πολύ βαθύ ντεκολτέ και φούστα σχιστή έως πάνω από τα γόνατα από τη μία πλευρά, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται το φθαρμένο κόκκινο μισοφόρι. Έμοιαζε περισσότερο με μητέρα που περιμένει την αναπόφευκτη αταξία των παιδιών της, ενώ η χρυσομαλλούσα Σέτα, με το ψηλόλαιμο γκρίζο μάλλινο που την κάλυπτε εντελώς, έμοιαζε να περιεργάζεται επικίνδυνα σκυλιά, που αργά ή γρήγορα έπρεπε να κλειστούν σε κλουβί. Η Ρέννα, αυτή που μιλούσε περί ακρωτηριασμού χεριών και ποδιών, προσποιούνταν πως διάβαζε, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι τα απατηλά γλυκά καστανά μάτια της ανασηκώνονταν από τον λεπτό τόμο, για να κοιτάξουν εξεταστικά τις Άες Σεντάι. Κατόπιν, χαμογελούσε με τρόπο μάλλον δυσάρεστο. Ο Ματ ήταν έτοιμος να βλαστημήσει πριν ακόμα κάποια από δαύτες άνοιγε το στόμα της. Ο συνετός άντρας σιωπά όταν οι γυναίκες συμφωνούν, ειδικά όταν ανάμεσά τους βρίσκονται Άες Σεντάι, αλλά πάντα έτσι γινόταν όποτε ερχόταν στη συγκεκριμένη άμαξα.
«Ελπίζω να είναι σημαντικό αυτό που έχεις να μου πεις, Τζολίνε». Ξεκούμπωσε το πανωφόρι του, τινάζοντας κάμποσο από το νερό. Ίσως ήταν καλύτερα να το στύψει. «Μόλις πληροφορήθηκα πως το γκόλαμ σκότωσε την Τάυλιν το ίδιο βράδυ που φύγαμε, και δεν έχω καμία όρεξη για γκρίνιες».
Η Τζολίνε τοποθέτησε προσεκτικά έναν κεντητό σελιδοδείκτη στο σημείο όπου είχε σταματήσει το διάβασμα, και σταύρωσε τα χέρια της πάνω από το βιβλίο πριν αρχίσει να μιλάει. Οι Άες Σεντάι δεν βιάζονταν ποτέ, κάτι που ανέμεναν από τους άλλους. Αν δεν ήταν παρών ο Ματ, το πιθανότερο είναι πως η γυναίκα θα φορούσε ήδη α’ντάμ, αλλά ο Ματ δεν είχε συναντήσει ποτέ του Άες Σεντάι που να φημίζεται για την ευγνωμοσύνη της. Η γυναίκα αγνόησε όσα της είχε πει σχετικά με την Τάυλιν. «Ο Μπλάερικ μού είπε πως ο θίασος έχει αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες για αναχώρηση», απάντησε ψυχρά, «αλλά εσύ πρέπει να τους σταματήσεις. Μόνο εσένα ακούει ο Λούκα». Το στόμα της σφίχτηκε ελαφρά καθώς πρόφερε αυτές τις λέξεις. Οι Άες Σεντάι δεν είχαν συνηθίσει να μην τους δίνουν προσοχή, κι οι Πράσινες δεν κατάφερναν να κρύβουν εύκολα τη δυσαρέσκειά τους. «Προς το παρόν, πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα να πάμε στο Λάγκαρντ. Πρέπει να μπούμε στο πορθμείο, να διασχίσουμε το λιμάνι και να πάμε στο Ίλιαν».
Αυτή ήταν ίσως η χειρότερη πρόταση που είχε ακούσει εκ μέρους της, μολονότι η ίδια δεν τη θεωρούσε απλώς πρόταση, φυσικά. Σε αυτό ήταν χειρότερη από την Εγκήνιν. Με τον μισό θίασο ήδη καθ’ οδόν ή σχεδόν, θα περνούσε όλη η μέρα για να τους κατεβάσουν στην αποβάθρα του πορθμείου, πέρα απ’ το ότι έπρεπε να περάσουν και μέσα από την πόλη. Ενώ, αν κατευθύνονταν προς το Λάγκαρντ, θα είχαν τη δυνατότητα να απομακρυνθούν το συντομότερο από τους Σωντσάν, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν στρατό διασκορπισμένο σε όλο το μήκος των συνόρων του Ίλιαν, ίσως κι ακόμη παραπέρα. Η Εγκήνιν ήταν απρόθυμη να αναφέρει όσα γνώριζε, αλλά ο Θομ είχε τον τρόπο του να πληροφορείται για διάφορα πράγματα. Ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να τρίξει τα δόντια του, πάντως. Δεν χρειαζόταν.