«Όχι», είπε η Τέσλυν με σκληρή φωνή και με τη χαρακτηριστική, δυνατή προφορά του Ίλιαν. Έγειρε μπροστά από την Εντεσίνα κι η έκφρασή της σου έδινε την εντύπωση πως μασούσε πέτρες τρεις φορές τη μέρα. Το πρόσωπό της ήταν σκληροτράχηλο και το σαγόνι της σφιγμένο, αλλά υπήρχε μια νευρικότητα στη ματιά της, κατάλοιπο από τις βδομάδες που είχε περάσει ως νταμέην. «Όχι, Τζολίνε. Σ’ το ’πα και πριν, δεν διανοούμαστε καν να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο! Δεν το διανοούμαστε!»
«Μα το Φως!» αναφώνησε η Τζολίνε σαν να έφτυνε, πετώντας με δύναμη το βιβλίο της στο πάτωμα. «Σύνελθε, Τέσλυν! Δεν είναι ανάγκη να γίνεις χίλια κομμάτια επειδή σε κράτησαν αιχμάλωτη για λίγο!»
«Να γίνω χίλια κομμάτια; Χίλια κομμάτια; Ας τους άφηνες να σου περάσουν κι εσένα εκείνο το περιλαίμιο, και θα σου ’λεγα εγώ!» Το χέρι της Τέσλυν άγγιξε τον λαιμό της, λες κι εξακολουθούσε να νιώθει στο σημείο εκείνο το περιλαίμιο του α’ντάμ. «Βοήθησέ με να τη μεταπείσω, Εντεσίνα. Αν την αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει, θα μας ξαναπεράσουν λαιμαριά!»
Η Εντεσίνα έκανε πίσω, ακουμπώντας στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι —μια λυγερόκορμη κι αρκετά ευπαρουσίαστη γυναίκα, με μαύρα μαλλιά που έπεφταν έως τη μέση της, η οποία παρέμενε πάντα σιωπηλή όταν διαφωνούσαν οι Κόκκινες με τις Πράσινες, κάτι που συνέβαινε μάλλον συχνά— αλλά το μόνο που καταδέχτηκε η Τζολίνε ήταν να της ρίξει μια φευγαλέα ματιά. «Ζητάς τη βοήθεια μιας επαναστάτριας, Τέσλυν; Μιας γυναίκας που κανονικά θα ’πρεπε να ’χαμε αφήσει στα χέρια των Σωντσάν; Άκουσέ με. Το κατανοείς το ίδιο καλά μ’ εμένα. Ειλικρινά, θ’ αποδεχόσουν έναν μεγαλύτερο κίνδυνο για ν’ αποφύγεις έναν μικρότερο;»
«Μικρότερο!» γρύλισε η Τέσλυν. «Δεν έχεις ιδέα για...»
Η Ρέννα κράτησε το βιβλίο τεντωμένο μπροστά της και το άφησε να πέσει με θόρυβο στο πάτωμα. «Με την άδεια του Άρχοντά μου, έχουμε ακόμα μαζί μας τα α’ντάμ και μπορούμε να δώσουμε ένα καλό μάθημα σ’ αυτά τα κορίτσια πώς να συμπεριφέρονται και να υπακούνε». Η προφορά της είχε μελωδική χροιά, αλλά το χαμόγελο στα χείλη της δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα καστανά της μάτια. «Ποτέ δεν βγαίνει σε καλό να τις αφήνεις τόσο χαλαρές». Η Σέτα ένευσε αυστηρά και σηκώθηκε, λες και πήγαινε να φέρει τα λουριά.
«Αρκετά με τα α’ντάμ», παρενέβη η Μπέθαμιν, αγνοώντας τις έκπληκτες ματιές που της έριξαν οι άλλες δύο σουλ’ντάμ. «Θαρρώ, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να στρώσουμε αυτές τις κοπέλες. Μπορώ να προτείνω στον Άρχοντα να επιστρέψει σε μία ώρα; Θα σου πουν όσα θες να μάθεις χωρίς φασαρίες, αφού δεν θα μπορούν να κάτσουν». Ο ήχος της φωνής της μαρτυρούσε ότι εννοούσε όσα έλεγε. Η Τζολίνε κοιτούσε τις τρεις σουλ’ντάμ σοκαρισμένη και δύσπιστη, αλλά τώρα ήταν η Εντεσίνα αυτή που ίσιωσε το κορμί της κι άδραξε με αποφασιστικότητα το μαχαίρι της ζώνης της, ενώ η Τέσλυν οπισθοχώρησε ακουμπώντας στον τοίχο, με τα χέρια σφιχτοδεμένα μεταξύ τους στη μέση της.
«Δεν είναι ανάγκη», είπε μια στιγμή μετά ο Ματ. Όσο ικανοποιητικό κι αν φαινόταν να βρεθεί κάποιος ικανός να «στρώσει» την Τζολίνε, η Εντεσίνα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τραβήξει εκείνο το μαχαίρι, και τότε θα ήταν σαν να αμολούσες γάτα σε κοτέτσι, ασχέτως αποτελέσματος. «Σε ποιον μεγαλύτερο κίνδυνο αναφέρεσαι, Τζολίνε; Τζολίνε; Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από τους Σωντσάν αυτή τη στιγμή;»
Η Πράσινη κατάλαβε ότι η ματιά της δεν επηρέαζε την Μπέθαμιν, οπότε έστρεψε το βλέμμα της στον Ματ. Αν δεν επρόκειτο για Άες Σεντάι, θα ήταν σίγουρος πως φαινόταν κατηφής. Στην Τζολίνε δεν άρεσαν οι πολλές εξηγήσεις. «Αν είναι ανάγκη να μάθεις κάτι, μάθε ότι κάποιος διαβιβάζει». Η Τέσλυν με την Εντεσίνα ένευσαν καταφατικά, η Κόκκινη αδελφή κάπως πιο απρόθυμα, η Κίτρινη με έμφαση.
«Μέσα στον καταυλισμό;» ρώτησε ο Ματ αναστατωμένος. Το δεξί του χέρι κινήθηκε από μόνο του, για να αγγίξει την ασημένια αλεπουδοκεφαλή κάτω από την πουκαμίσα του, αλλά το μενταγιόν δεν είχε παγώσει.
«Πολύ μακριά», αποκρίθηκε η Τζολίνε, απρόθυμα και πάλι. «Στον Βορρά».
«Πολύ πιο μακριά από το βεληνεκές ανίχνευσης της καθεμίας από εμάς», επενέβη η Εντεσίνα, ενώ η φωνή της χρωματιζόταν από φόβο. «Η ποσότητα σαϊντάρ που χειρίζεται πρέπει να είναι απίστευτη, αδιανόητη». Μια κοφτή ματιά της Τζολίνε στάθηκε αρκετή για να την κάνει να σωπάσει. Η γυναίκα στράφηκε πάλι στον Ματ, κοιτώντας τον σκεπτικά, σαν να αναλογιζόταν πόσα θα έπρεπε να του αποκαλύψει.