Выбрать главу

«Απ’ αυτή την απόσταση», συνέχισε, «δεν είναι δυνατόν να διαισθανθούμε όποια αδελφή του Πύργου διαβιβάζει. Μάλλον πρόκειται για τους Αποδιωγμένους, κι ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνουν, καλό είναι να μην είμαστε και τόσο κοντά».

Ο Ματ παρέμεινε ακίνητος για μια στιγμή, λέγοντας τελικά: «Αν είναι όντως μακριά, εφαρμόζουμε το υπάρχον σχέδιο».

Η Τζολίνε εξακολουθούσε να διαφωνεί, αλλά ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να την ακούσει. Όποτε σκεφτόταν τον Ραντ ή τον Πέριν, διάφορα χρώματα στροβιλίζονταν μες στο κεφάλι του. Μέρος της τα’βίρεν ιδιότητας, υπέθετε. Αυτή τη φορά όμως, η σκέψη των φίλων του δεν πέρασε καν από το μυαλό του. Παρ’ όλ’ αυτά, τα χρώματα είχαν εμφανιστεί ξαφνικά, σαν βεντάλια χιλίων ουράνιων τόξων, σχηματίζοντας μια εικόνα, μια αόριστη εντύπωση ενός άντρα και μιας γυναίκας που κάθονταν κατάχαμα κι αλληλοκοιτάζονταν. Δεν κράτησε ούτε μία στιγμή, αλλά ο Ματ ήταν σίγουρος πλέον για ποιον επρόκειτο, όσο σίγουρος ήταν για το ίδιο του το όνομα. Όχι, δεν ήταν οι Αποδιωγμένοι. Ήταν ο Ραντ. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί, με τι καταγινόταν ο Ραντ όταν τα ζάρια σταμάτησαν;

4

Η Ιστορία μιας Κούκλας

Ο Φούριουκ Καρέντε ατένιζε με άδειο βλέμμα το γραφείο του, χωρίς να κοιτάζει πραγματικά τα έγγραφα και τους χάρτες που απλώνονταν μπροστά του. Και οι δύο λάμπες λαδιού ήταν αναμμένες και τοποθετημένες πάνω στο γραφείο, αλλά δεν τις χρειαζόταν πλέον. Ο ήλιος θα πρέπει να ξεμύτιζε στον ορίζοντα, αλλά ο ίδιος αφού είχε ξυπνήσει από έναν ανήσυχο ύπνο κι είχε προσευχηθεί στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, το μόνο που έκανε ήταν να φορέσει τη ρόμπα του, σε Αυτοκρατορικό πράσινο χρώμα, που μερικοί επέμεναν να θεωρούν μαύρο, και να κάθεται εκεί ακίνητος. Δεν είχε καν ξυριστεί. Η βροχή είχε κοπάσει, οπότε σκέφτηκε να πει στον υπηρέτη του, τον Ατζιμπούρα, να ανοίξει ένα παράθυρο, για να μπει λίγος καθαρός αέρας στο δωμάτιο του στην Περιπλανώμενη Γυναίκα. Ο καθαρός αέρας ίσως φρεσκάριζε το μυαλό του. Τις τελευταίες πέντε μέρες, όμως, οι βροχές ήταν ακανόνιστες και συνήθως γίνονταν ραγδαίες, και το κρεβάτι του ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στα παράθυρα. Το στρώμα και τα σεντόνια είχαν ήδη κρεμαστεί μία φορά στην κουζίνα για να στεγνώσουν.

Μια μικρή τσιρίδα κι ένα μουγκρητό ευχαρίστησης του Ατζιμπούρα ανάγκασαν τον Φούριουκ να κοιτάξει ψηλά, για να δει τον νευρώδη, μικροκαμωμένο άντρα να επιδεικνύει έναν άτονο αρουραίο σε μέγεθος μισής γάτας στην αιχμή του μακρόστενου μαχαιριού του. Δεν ήταν ο πρώτος που είχε σκοτώσει ο Ατζιμπούρα σε αυτό το δωμάτιο τον τελευταίο καιρό, κάτι που ο Καρέντε πίστευε ότι δεν θα γινόταν αν το χάνι εξακολουθούσε να ανήκει στη Σετάλε Ανάν, μολονότι ο αριθμός των αρουραίων στο Έμπου Νταρ αυξανόταν δραματικά την άνοιξη. Κι ο Ατζιμπούρα έμοιαζε κάπως με σταφιδιασμένο αρουραίο, έτσι όπως γελούσε ηδονικά και άγρια ταυτοχρόνως. Ενώ είχαν περάσει πάνω από τριακόσια χρόνια υπό την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας, οι φυλές των λόφων της Κενσάντα εκπολιτίστηκαν μόνο εν μέρει κι εξημερώθηκαν ακόμη λιγότερο. Τα βαθυκόκκινα μαλλιά του άντρα με τις ψαρές ραβδώσεις σχημάτιζαν μια παχιά πλεξούδα, που κρεμόταν έως τη μέση του. Σίγουρα θα γίνονταν όμορφο τρόπαιο αν κατάφερνε ποτέ να βρει τον δρόμο του προς τα κοντινότερα βουνά κι έπεφτε πάνω σε μια από εκείνες τις ατελείωτες βεντέτες μεταξύ οικογενειών ή φυλών. Επέμενε να πίνει το ποτό του από ένα κύπελλο με ασημένια βάση, που αν κάποιος το κοιτούσε λίγο πιο προσεκτικά, θα αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για το επάνω μέρος ενός κρανίου.

«Αν σκοπεύεις να τον φας», είπε ο Καρέντε, λες και δεν επρόκειτο, «θα τον πλύνεις στους στάβλους, φροντίζοντας να μη σε δει κανείς». Ο Ατζιμπούρα μπορούσε να φάει τα πάντα εκτός από σαύρες, κάτι που απαγορευόταν από τη φυλή του για λόγο που δεν θα καταλάβαινε ποτέ.

«Μα, φυσικά, υψηλότατε», αποκρίθηκε ο άντρας μ’ ένα κύρτωμα των ώμων, που οι δικοί του ερμήνευαν ως υπόκλιση. «Ξέρω καλά τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης και δεν θα έφερνα σε δύσκολη θέση τον υψηλότατο». Είχε σχεδόν είκοσι χρόνια στην υπηρεσία του Καρέντε, κι αν ο Φούριουκ δεν του το υπενθύμιζε, ο Ατζιμπούρα ήταν ικανός να γδάρει τον αρουραίο και να τον ψήσει πάνω από τις φλόγες του μικρού τούβλινου τζακιού.

Τράβηξε το κουφάρι από τη λάμα, το τοποθέτησε σε ένα μικρό σακίδιο από καραβόπανο, το οποίο έχωσε σε μια γωνία για κατοπινή χρήση, και σκούπισε προσεκτικά το μαχαίρι του πριν το θηκαρώσει. Κατόπιν, στάθηκε προσοχή, περιμένοντας τις προσταγές του Καρέντε. Αν θεωρούνταν απαραίτητο, ήταν ικανός να περιμένει όλη μέρα, εξίσου υπομονετικός με έναν ντα’κοβάλε. Ο Καρέντε δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό του γιατί ακριβώς ο Ατζιμπούρα είχε αφήσει τον οχυρωμένο λόφο, ακολουθώντας έναν από τους Φρουρούς του Θανάτου. Η ζωή του ήταν πολύ πιο περιορισμένη από πριν κι, επιπλέον, ο Καρέντε είχε κοντέψει να τον σκοτώσει τρεις φορές πριν κάνει την επιλογή του.