«Άφησέ μας μόνους», διέταξε ο Αναζητητής τον Ατζιμπούρα, κρύβοντας την πλάκα μόλις κατάλαβε ότι ο Καρέντε την αναγνώρισε. Ο μικροκαμωμένος άντρας παρέμεινε καθισμένος ανακούρκουδα κι ακίνητος, ενώ τα φρύδια του Αναζητητή ανασηκώθηκαν από την έκπληξη. Ακόμα και στους Λόφους της Κενσάντα όλοι γνώριζαν ότι τα λόγια ενός Αναζητητή αποτελούσαν νόμο. Μπορεί, βέβαια, αυτό να μην ίσχυε σε μερικούς απομονωμένους προμαχώνες των λόφων, ειδικά όταν πίστευαν ότι κανείς δεν γνώριζε πως ο Αναζητητής βρισκόταν εκεί, αλλά ο Ατζιμπούρα ήξερε καλά τι έκανε.
«Περίμενε έξω», τον πρόσταξε κοφτά ο Καρέντε. Ο Ατζιμπούρα σηκώθηκε εντελώς απρόθυμα, μουρμουρίζοντας: «Ακούω κι υπακούω, Υψηλότατε». Περιεργάστηκε τον Αναζητητή ασύστολα, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο τελευταίος ήξερε πως τον είχε μαρκάρει, και βγήκε από το δωμάτιο. Κάποια μέρα, σίγουρα θα τον έβρισκαν με κομμένο κεφάλι.
«Πολύτιμο πράγμα η αφοσίωση», είπε ο άντρας με τα ωχρά μαλλιά παρατηρώντας την επιφάνεια του τραπεζιού, μόλις ο Ατζιμπούρα έκλεισε ερμητικά την πόρτα πίσω του. «Είσαι ανακατεμένος στα σχέδια του Άρχοντα Γιούλαν, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ Καρέντε; Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από έναν Φρουρό του Θανάτου».
Ο Καρέντε μετακίνησε δύο μπρούντζινα λεοντόσχημα βαρίδια στο γραφείο του κι άφησε τον χάρτη της Ταρ Βάλον να ξεδιπλωθεί. Ο άλλος παρέμεινε διπλωμένος. «Θα χρειαστεί να ρωτήσεις τον ίδιο τον Άρχοντα Γιούλαν, Αναζητητή. Η αφοσίωση στον Κρυστάλλινο Θρόνο είναι πολυτιμότερη κι από την ίδια τη ζωή, αρκεί να ξέρεις πότε να παραμείνεις σιωπηλός. Όσο πιο πολύ μιλάς για ένα θέμα, τόσο περισσότεροι θα μάθουν πράγματα που δεν πρέπει».
Κανείς, εκτός από την Αυτοκρατορική οικογένεια, δεν τολμούσε να επιπλήξει έναν Αναζητητή ή το Χέρι που τον καθοδηγούσε, αλλά ο τύπος δεν φάνηκε να επηρεάζεται. Βολεύτηκε στα μαξιλαράκια της μοναδικής πολυθρόνας που υπήρχε στο δωμάτιο, ένωσε τα δάχτυλά του κι, από την κορυφή της πυραμίδας που σχημάτιζαν, κοίταξε εξεταστικά τον Καρέντε, οι μοναδικές επιλογές του οποίου ήταν ή να μετακινήσει και το δικό του κάθισμα ή να παραμείνει με την πλάτη στραμμένη στον άντρα. Οι περισσότεροι θα ένιωθαν ιδιαίτερα νευρικοί κι αγχωμένοι, έχοντας πίσω τους έναν Αναζητητή, πολλοί μάλιστα θα ένιωθαν νευρικότητα ακόμα κι αν απλώς βρισκόταν μαζί τους στον ίδιο χώρο. Ο Καρέντε έκρυψε ένα χαμόγελο και δεν έκανε καμία κίνηση. Ήταν αρκετά εκπαιδευμένος, έτσι ώστε κι ελάχιστα να έστρεφε το κεφάλι του, μπορούσε να δει ξεκάθαρα τι συνέβαινε στη γωνία του οπτικού του πεδίου.
«Θα πρέπει να είσαι περήφανος για τους γιους σου», είπε ο Αναζητητής. «Οι δύο ακολούθησαν τα βήματά σου κι έγιναν Φρουροί του Θανάτου, ενώ ο τρίτος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ένδοξων νεκρών. Κι η γυναίκα σου θα πρέπει να νιώθει πολύ περήφανη».
«Πώς λέγεσαι, Αναζητητή;» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. Πιο πιθανό ήταν να επιπλήξεις Αναζητητή, παρά να θες να μάθεις το όνομά του.
«Μορ», ήρθε τελικά η απάντηση. «Άλμουρατ Μορ». Μορ, λοιπόν. Κάποιος πρόγονός του είχε ακολουθήσει τον Λουθαίρ Πέντραγκ, και με το δίκιο του ήταν περήφανος. Εφ’ όσον δεν είχε πρόσβαση στα γενεαλογικά βιβλία —κάτι απαγορευμένο για οποιονδήποτε ντα’κοβάλε— ο Καρέντε δεν μπορούσε να μάθει αν ίσχυαν οι ιστορίες σχετικά με τις ρίζες του —ίσως κάποιος δικός του πρόγονος ακολούθησε επίσης κάποτε τον μεγάλο Γερακόφτερο— αλλά ελάχιστη σημασία είχε. Οι άντρες που προσπαθούσαν να στηριχτούν περισσότερο στους ώμους των προγόνων τους παρά στα δικά τους πόδια, βρίσκονταν συχνά με το κεφάλι κομμένο, ειδικά αν ήταν ντα’κοβάλε.
«Λέγε με Φούριουκ. Είμαστε κι οι δύο ιδιοκτησία του Κρυστάλλινου Θρόνου. Τι θες από μένα, Άλμουρατ; Δεν νομίζω πως θες να συζητήσουμε τα της οικογενείας μου, ε;» Στην περίπτωση που οι γιοι του είχαν μπλεξίματα, ο τύπος δεν θα τους ανέφερε τόσο σύντομα, κι η Κάλια κάθε άλλο παρά δυστυχισμένη έδειχνε. Με την άκρη του ματιού του, ο Καρέντε μπορούσε να διακρίνει τις εναλλασσόμενες εκφράσεις στο πρόσωπο του Αναζητητή, αν και κατάφερνε να τις κρύβει αρκετά καλά. Είχε χάσει τον έλεγχο των ερωταποκρίσεων, όπως αναμενόταν, έτσι απότομα που του είχε δείξει την πλάκα, λες κι ένας Φρουρός του Θανάτου δεν ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ανταποδώσει, καρφώνοντας το εγχειρίδιο στην καρδιά του.