«Άκου μια ιστορία», είπε αργά ο Μορ, «και πες μου τι νομίζεις». Η ματιά του γαντζώθηκε στο πρόσωπο του Καρέντε, λες και τους συνέδεαν αόρατα νήματα, μελετώντας τον εξονυχιστικά, ζυγιάζοντάς τον κι αποτιμώντας τον σαν να ήταν αντικείμενο προς πώληση. «Τη μάθαμε εδώ και λίγες μέρες». Λέγοντας «τη μάθάμε», εννοούσε τους Αναζητητές. «Απ’ ό,τι μπορέσαμε να συμπεράνουμε, ξεκίνησε από τους ντόπιους, αν και δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να εντοπίσουμε την αρχική της πηγή. Υποτίθεται, λοιπόν, πως ένα κορίτσι με προφορά Σωντάρ αποσπούσε με εκβιασμούς χρυσάφι κι ασημικά από τους εμπόρους του Έμπου Νταρ. Αναφέρθηκε ο τίτλος της Κόρης των Εννέα Φεγγαριών». Μόρφασε από αηδία και, για μια στιγμή, τα ακροδάχτυλά του άσπρισαν από την πίεση που τους ασκούσε. «Κανείς από τους ντόπιους δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο τίτλος, αλλά η περιγραφή του κοριτσιού είναι εξαιρετικά ακριβής. Επιπλέον, κανείς δεν θυμάται να άκουσε παρόμοια φήμη πριν από τη νύχτα που... έγινε γνωστός ο φόνος της Τάυλιν», αποτελείωσε την πρότασή του, διαλέγοντας την κατάλληλη στιγμή το λιγότερο δυσάρεστο γεγονός.
«Προφορά Σωντάρ», επανέλαβε ο Καρέντε με επίπεδη φωνή, κι ο Μορ ένευσε καταφατικά. «Η φημολογία αυτή έχει περάσει και στους δικούς μας». Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, αλλά ο Μορ ένευσε ξανά. Μια προφορά Σωντάρ και μια ακριβής περιγραφή, δύο πράγματα που κανείς ντόπιος δεν θα είχε τη δυνατότητα να επινοήσει. Κάποιος έπαιζε πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Επικίνδυνο τόσο για τους ίδιους, όσο και για την Αυτοκρατορία. «Και πώς εκλαμβάνει τα πρόσφατα γεγονότα το Παλάτι Τάρασιν;» Σίγουρα θα υπήρχαν Αφουγκραστές μεταξύ των υπηρετών, πιθανότατα και μεταξύ των Εμπουνταρινών υπηρετών, κι όσα άκουγαν οι Αφουγκραστές, σύντομα τα μάθαιναν κι οι Αναζητητές.
Ο Μορ κατάλαβε την ερώτηση, φυσικά. Δεν ήταν ανάγκη να αναφέρει αυτό που δεν έπρεπε, οπότε αποκρίθηκε με αδιάφορο τόνο. «Το περιβάλλον της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν συμπεριφέρεται σαν να μην τρέχει τίποτα, με εξαίρεση την Άναθ, την Αληθομιλήτριά της, η οποία έχει απομονωθεί, αν κι, απ’ ό,τι μου είπαν, το συνηθίζει ούτως ή άλλως. Η ίδια η Σούροθ είναι πιότερο ταραγμένη κατ’ ιδίαν παρά δημοσίως. Δεν κοιμάται καλά, θυμώνει με οικεία της πρόσωπα κι έχει μετατρέψει την περιουσία της σε πενταροδεκάρες. Διέταξε να πεθαίνει ένας Αναζητητής κάθε μέρα μέχρι να αποκατασταθούν τα πράγματα, ακυρώνοντας τη διαταγή της μόλις σήμερα το πρωί, όταν αντιλήφθηκε πως δεν θα αργούσε η μέρα που θα ξέμενε από Αναζητητές». Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του, ίσως για να δείξει πως κάτι τέτοια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη ενός Αναζητητή, ίσως όμως κι από ανακούφιση που κατάφερε να διαφύγει τον θάνατο. «Κατανοητό. Αν κληθεί να λογοδοτήσει, θα εύχεται για τον Θάνατο των Δέκα Χιλιάδων Δακρύων. Οι υπόλοιποι της Γενιάς που γνωρίζουν τι έχει συμβεί, εύχονται να είχαν μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους για να φυλάνε τα νώτα τους. Μερικοί, μάλιστα, έχουν κανονίσει αθόρυβα ακόμα και την κηδεία τους, για παν ενδεχόμενο».
Ο Καρέντε ήθελε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά στο πρόσωπο του άντρα. Είχε ανοσία στις προσβολές —μέρος της εκπαίδευσης γαρ— αλλά ετούτο εδώ... Απομάκρυνε το κάθισμά του, σηκώθηκε κι έμεινε όρθιος στην άκρη του γραφείου. Ο Μορ τον κοίταξε χωρίς να κουνάει βλέφαρο, τσιτωμένος σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να υπερασπίσει τον εαυτό του σ’ ενδεχόμενη επίθεση, κι ο Καρέντε πήρε μια βαθιά ανάσα για να καταλαγιάσει τον θυμό του. «Γιατί ήρθες σε μένα, εφ’ όσον πιστεύεις πως οι Φρουροί του Θανάτου είναι ανακατεμένοι σε αυτό;» Η προσπάθεια να μην υψώσει τη φωνή του τον έπνιγε σχεδόν. Από τότε που οι πρώτοι Φρουροί του Θανάτου ορκίστηκαν πάνω από το πτώμα του Λουθαίρ Πέντραγκ να υπερασπίσουν τον γιο του, δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση προδοσίας ανάμεσα τους! Ποτέ!
Ο Μορ χαλάρωσε σταδιακά μόλις συνειδητοποίησε ότι ο Καρέντε δεν σκόπευε να τον σκοτώσει —όχι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον— αλλά στο μέτωπό του υπήρχε μια ελαφριά αχλή ιδρώτα. «Έχω ακούσει να λένε πως ένας Φρουρός του Θανάτου μπορεί να διακρίνει την ανάσα μιας πεταλούδας. Μήπως έχεις κάτι να πιω;»
Ο Καρέντε έκανε μια κοφτή χειρονομία προς το μέρος του τούβλινου τζακιού, όπου μια ασημένια κούπα και μια κανάτα ήταν ακουμπισμένες κοντά στις φλόγες για να διατηρούνται ζεστές. Είχαν μείνει εκεί, ανέγγιχτες, από τότε που τις έφερε ο Ατζιμπούρα, μόλις ξύπνησε ο Καρέντε. «Το κρασί μπορεί να έχει κρυώσει, αλλά πιες ελεύθερα. Όταν βρέξεις το λαρύγγι σου, θα απαντήσεις στην ερώτηση μου. Είτε υποπτεύεσαι τους Φρουρούς, είτε θέλεις να με ανακατέψεις σε κάποιο προσωπικό σου παιχνίδι, μα τα ίδια μου τα μάτια, θα μάθω τι από τα δύο συμβαίνει και για ποιο λόγο».