Ο τύπος έκανε μια πλάγια κίνηση προς το τζάκι, παρακολουθώντας τον άλλον με την άκρη του ματιού του, αλλά καθώς ο Μορ έσκυψε να πιάσει την κανάτα, συνοφρυώθηκε κι ύστερα τινάχτηκε ελαφρά. Κάτι σαν κύπελλο, με ασημένιο χείλος και βάση από το ίδιο υλικό, σε σχήμα κεράτων κριαριού, ήταν ακουμπισμένο δίπλα στην κούπα. Μα το Φως του ουρανού, πόσες φορές είχε πει στον Ατζιμπούρα να το κρύβει αυτό το πράγμα! Αναμφίβολα, ο Μορ είχε αναγνωρίσει περί τίνος επρόκειτο.
Πόσο πιθανή θεωρούσε, άραγε, μια προδοσία ανάμεσα στους Φρουρούς; «Βάλε λίγο και για μένα, σε παρακαλώ».
Ο Μορ βλεφάρισε, κάτι που μαρτυρούσε ένα ελαφρύ σάστισμα —κρατούσε τη μοναδική κούπα που υπήρχε— αλλά κατόπιν μια αναλαμπή κατανόησης άστραψε στο βλέμμα του. Μια αναλαμπή ανησυχίας. Γέμισε το κύπελλο με κάπως ασταθείς κινήσεις και σκούπισε τα χέρια του πάνω στο πανωφόρι του πριν το ανασηκώσει. Ο κάθε άνθρωπος είχε τα όριά του —ακόμα κι ένας Αναζητητής— κι αν τα ξεπερνούσε, μπορεί να γινόταν επικίνδυνος, αλλά ο συγκεκριμένος έμοιαζε κλονισμένος.
Δεχόμενος την κούπα που έμοιαζε με κρανίο και πιάνοντάς την και με τα δύο χέρια, ο Καρέντε την ανασήκωσε ψηλά και χαμήλωσε το κεφάλι του. «Στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα με δόξα και τιμή. Θάνατος και όνειδος στους εχθρούς της».
«Στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα με δόξα και τιμή», αποκρίθηκε σαν ηχώ ο Μορ, σκύβοντας το κεφάλι κι ανασηκώνοντας την κούπα του. «Θάνατος και όνειδος στους εχθρούς της».
Φέρνοντας την κούπα του Ατζιμπούρα στα χείλη του, ο Καρέντε γνώριζε ότι ο άλλος τον παρακολουθούσε να πίνει. Το κρασί ήταν πράγματι κρύο, τα μυρωδικά είχαν πικρή γεύση κι υπήρχε ένα αδιόρατο, στυφό ίχνος στιλβωμένου ασημιού. Έπεισε τον εαυτό του πως η γεύση από τις στάχτες ενός νεκρού άντρα δεν ήταν παρά αποκύημα της φαντασίας του.
Ο Μορ κατάπιε με μεγάλες και βιαστικές γουλιές το μισό κρασί του, κατόπιν κοίταξε εξεταστικά το ποτήρι του κι, αντιλαμβανόμενος τι είχε κάνει, προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Φούριουκ Καρέντε», είπε ζωηρά. «Γεννημένος σαράντα δύο χρόνια πριν από οικογένεια υφαντουργών, ιδιοκτησίας κάποιου Τζαλίντ Μάγκοναϊν, τεχνίτη στο Άνκαριντ. Στα δεκαπέντε του, επιλέχθηκε για να εκπαιδευτεί στους Φρουρούς του Θανάτου. Τιμήθηκε δύο φορές για ηρωισμό και το όνομά του συμπεριλήφθηκε τρεις φορές σε μνείες. Ως βετεράνος επί επτά χρόνια, αναγορεύτηκε σωματοφύλακας της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν από την ημέρα της γέννησής της». Φυσικά, τότε δεν την έλεγαν έτσι, αλλά θα ήταν μεγάλη προσβολή να αναφερθεί το γενέθλιο όνομά της. «Το ίδιο έτος, όντας ένας από τους τρεις επιζώντες της πρώτης γνωστής δολοφονικής απόπειρας εναντίον της, επελέγη για να εκπαιδευτεί ως αξιωματικός. Υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης του Μουγιάμι και των Γεγονότων του Τζιανμίν, όπου τιμήθηκε και πάλι για ηρωισμό, το όνομά του για άλλη μία φορά συμπεριλήφθηκε σε μνείες και του ανατέθηκε ξανά ο ρόλος του σωματοφύλακα της Υψηλής Αρχόντισσας λίγο πριν τα πρώτα αληθογενέθλιά της». Ο Μορ έριξε μια ματιά στο κρασί του κι ύστερα ανασήκωσε απότομα το βλέμμα του. «Κατόπιν δικής σου αίτησης. Ασυνήθιστο αυτό. Τον επόμενο χρόνο, εισέπραξες τρεις σοβαρές πληγές, όταν την προστάτευσες με το σώμα σου από κάποιους άλλους επίδοξους δολοφόνους, κι εκείνη σου έδωσε ό,τι πολυτιμότερο είχε, δηλαδή μια κούκλα. Οι διακρίσεις συνεχίστηκαν, κέρδισες κι άλλες τιμές, ώσπου τελικά σε διόρισαν προσωπικό φρουρό της ίδιας της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα, κι υπηρέτησες σ’ εκείνο το πόστο μέχρι που διατάχθηκες να συνοδεύσεις τον Υψηλό Άρχοντα Τούρακ σε αυτές τις περιοχές με τους Χαϊλέν. Οι εποχές αλλάζουν, όπως κι οι άνθρωποι, αλλά πριν πας να φυλάξεις τον θρόνο, έκανες άλλες δύο αιτήσεις για να πάρεις μετάθεση ως σωματοφύλακας της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν. Πολύ ασυνήθιστο. Κράτησες, μάλιστα, την κούκλα μέχρι που καταστράφηκε στη Μεγάλη Πυρκαγιά της Σοχίμα, κάπου δέκα χρόνια πριν».
Όχι για πρώτη φορά, ο Καρέντε αισθάνθηκε τυχερός που είχε εκπαιδευτεί να διατηρεί την ψυχραιμία του ασχέτως όσων συνέβαιναν γύρω του. Οι απρόσεκτες εκφράσεις μαρτυρούν πολλά στον αντίπαλό σου. Θυμόταν το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού που είχε ακουμπήσει εκείνη την κούκλα πάνω στο φορείο του. Ακόμα άκουγε τη φωνή της. Προστάτεψες τη ζωή μου, άρα κι εγώ σου δίνω την Έμελα για να σε προσέχει, του είχε πει. Βέβαια, δεν μπορεί να σε προστατέψει πραγματικά, γιατί δεν είναι παρά μια κούκλα. Κράτα την, όμως, για να σου θυμίζει ότι αρκεί να με φωνάξεις με το όνομά μου, κι εγώ θα σ’ ακούσω. Αν, φυσικά, είμαι ακόμα ζωντανή.