Κοντοστάθηκε ξανά στην άκρη ενός φαρδιού ξέφωτου. Το χιόνι στο σημείο ήταν μαλακό και δεν είχε επάνω του κανένα σημάδι, παρά τον καταυλισμό που ήταν κρυμμένος γύρω του. Παραμένοντας ανάμεσα στα δέντρα, κοίταξε εξεταστικά τον ουρανό. Τα γκρίζα σύννεφα παρασύρονταν γοργά από τον άνεμο κι έκρυβαν τον μεσημεριανό ήλιο. Μια φευγαλέα κίνηση τον ξάφνιασε, αλλά αντιλήφθηκε πως δεν ήταν παρά ένα πουλί, ένα μικρό, καφετί πλασματάκι που καιροφυλακτούσε για τυχόν γεράκια πετώντας χαμηλά. Άφησε να του ξεφύγει ένα γέλιο, που έμοιαζε πιότερο με γάβγισμα, αν κι έκρυβε αρκετή πικράδα. Είχε περάσει κάτι παραπάνω από μήνας από τότε που οι καταραμένοι Σωντσάν είχαν καταπιεί το Άμαντορ και το Οχυρό του Φωτός, κάνοντάς τα μια απίστευτη χαψιά, αλλά ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί σε καινούργια ένστικτα. Οι συνετοί άντρες μαθαίνουν, ενώ οι ανόητοι...
Ο Αιλρον είχε αποδειχθεί ανόητος, με μυαλά φουσκωμένα από τις ένδοξες παλιές ιστορίες του που, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο ένδοξες παρουσιάζονταν, καθώς κι από τη νέα ελπίδα γι’ απόκτηση αληθινής δύναμης, αντάξιας του στέμματός του. Εθελοτυφλούσε, με αποτέλεσμα να επέλθει η Καταστροφή του Άιλρον. Ο Βάλντα είχε ακούσει να αναφέρεται ως η Μάχη της Τζεραμέλ, αν κι η ονομασία είχε δοθεί από μια χούφτα Αμαδισιανών ευγενών που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν, ζαβλακωμένοι σαν βόδια που είχαν χτυπηθεί κατακέφαλα, πασχίζοντας ωστόσο μηχανικά να περιγράψουν τα γεγονότα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Αναρωτήθηκε τι θα είχε σκεφτεί ο Άιλρον όταν οι δαμασμένες μάγισσες των Σωντσάν άρχισαν να πετσοκόβουν τις διατεταγμένες στρατιές του, μετατρέποντάς τες σε ματωμένα κουρέλια. Ακόμα είχε την εικόνα μέσα στο κεφάλι του, τη γη να μετατρέπεται σε σιντριβάνια φωτιάς. Η εικόνα αυτή ξεπηδούσε στα όνειρά του. Όπως και να έχει, ο Άιλρον ήταν πλέον νεκρός, είχε σκοτωθεί προσπαθώντας να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, με το κεφάλι του στολισμένο με μια Ταραμπονέζικη λόγχη. Ταιριαστός θάνατος για έναν ηλίθιο. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος είχε πάνω από εννιά χιλιάδες Τέκνα μαζεμένα γύρω του. Σε τέτοιους καιρούς, ένας οξυδερκής άνθρωπος θα απέδιδε μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοιο.
Στην αντικριστή μεριά του ξέφωτου, ελάχιστα πιο πίσω από το σημείο όπου ξεκινούσαν πάλι τα δέντρα, υπήρχε ένα σπίτι που κάποτε ανήκε σε καρβουνιάρη. Αποτελούνταν από ένα και μοναδικό δωμάτιο, με καφετιά από τον χειμώνα ζιζάνια, που φύτρωναν τούφες-τούφες στα κενά ανάμεσα στις πέτρες. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο άντρας είχε εγκαταλείψει το μέρος εδώ κι αρκετό καιρό. Ένα μέρος της καλαμοσκεπής είχε βαθουλώσει επικίνδυνα, κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που κάποτε γέμιζε τα στενά παράθυρα, είχε χαθεί προ πολλού κι είχε αντικατασταθεί πλέον από μαύρες κουβέρτες. Δύο φρουροί στέκονταν δίπλα στην παράταιρη ξύλινη πόρτα, δύο μεγαλόσωμοι άντρες με την πορφυρή ποιμαντορική ράβδο πίσω από τη χρυσαφιά λάμψη του ήλιου πάνω στους χιτώνες τους. Είχαν σταυρώσει τα χέρια γύρω από τη μέση τους, ενώ χτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος για να ζεσταθούν. Αν ο Βάλντα ήταν εχθρός τους, είναι αμφίβολο κατά πόσον θα προλάβαιναν να τραβήξουν εγκαίρως τα ξίφη τους. Στους Ανακριτές άρεσε να δουλεύουν κατ’ οίκον.
Τα πρόσωπά τους φάνταζαν πέτρινα καθώς τον παρακολουθούσαν να πλησιάζει. Κανείς από τους δύο δεν τον χαιρέτησε, έστω και βαριεστημένα, καθότι δεν έφερε την ποιμαντορική ράβδο, άσχετα αν ήταν Ηγέτης κι Αρχηγός των Τέκνων. Ένας φρουρός άνοιξε το στόμα του, σαν έτοιμος να τον ρωτήσει τι ήθελε, αλλά ο Βάλντα τούς προσπέρασε κι άνοιξε την τραχιά πόρτα. Αν μη τι άλλο, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να τον σταματήσουν. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, θα τους σκότωνε και τους δύο.
Μόλις μπήκε μέσα, ο Ασουνάγουα τον κοίταξε από το στραβό τραπεζάκι, όπου είχε συγκεντρωθεί στην ανάγνωση ενός μικρού βιβλίου, με το ένα κοκαλιάρικο χέρι του τυλιγμένο γύρω από μια αχνιστή κασσιτέρινη κούπα, που ανέδιδε άρωμα μπαχαρικών. Η καρέκλα του με τη βαθμιδωτή ράχη —το μόνο άλλο έπιπλο στο δωμάτιο— έμοιαζε σαθρή, αλλά κάποιος την είχε στηρίξει με ακατέργαστες λωρίδες. Ο Βάλντα έσφιξε τα χείλη του για να μην καγχάσει. Ο Ανώτατος Εξεταστής του Χεριού του Φωτός έπρεπε να βρίσκεται κάτω από μια πραγματική στέγη, όχι μια απλή «τέντα», ακόμα κι αν επρόκειτο για καλαμοσκεπή που χρειαζόταν άμεσα επιδιόρθωση, και να πίνει μυρωδάτο κρασί, τη στιγμή που κανείς δεν είχε βάλει κανενός είδους κρασί στο στόμα του εδώ και μία βδομάδα. Μια μικρή πυρά έκαιγε στην πέτρινη εστία, προσφέροντας πενιχρή ζεστασιά. Ακόμα κι η φωτιά για την προετοιμασία του φαγητού είχε απαγορευτεί αυστηρά πριν από την Καταστροφή ακόμα, για να μη μαρτυρά ο καπνός τη θέση τους. Ωστόσο, μολονότι τα περισσότερα Τέκνα καταφρονούσαν τους Ανακριτές, είχαν παραδόξως σε υψηλή εκτίμηση τον Ασουνάγουα, λες και τα ψαρά μαλλιά και το οστεώδες πρόσωπό του, που θύμιζε μάρτυρα, ανταποκρίνονταν στα ιδανικά των Τέκνων του Φωτός. Όταν το είχε πρωτομάθει ο Βάλντα, εξεπλόγη. Δεν ήταν καν σίγουρος αν ο ίδιος ο Ασουνάγουα το ήξερε. Όπως και να έχει όμως, δεν ήταν λίγοι οι Ανακριτές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν φασαρίες. Όχι ότι είχε πρόβλημα να τα βγάλει πέρα, αλλά καλύτερα να τις απέφευγε. Προς το παρόν, τουλάχιστον.