Ώστε, λοιπόν, η Σούροθ μηχανορραφούσε με τις Άες Σεντάι κι είχε διαφθείρει μερικούς τουλάχιστον Αναζητητές, ανώτερους του Μορ, ενώ ο Λευκός Πύργος είχε τοποθετήσει άντρες υπό τις διαταγές ενός από τους καλύτερούς του για να φέρουν εις πέρας ορισμένες αποστολές. Πιστευτά όλα αυτά. Όταν ο Καρέντε είχε σταλεί στους Προδρόμους, δουλειά του ήταν να παρακολουθεί στενά τη Γενιά για τυχόν εκδηλώσεις υπέρμετρης φιλοδοξίας. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα, παρ’ όλο που βρίσκονταν μακριά από την Αυτοκρατορία, να προσπαθήσουν να ιδρύσουν τα δικά τους βασίλεια. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε στείλει άντρες σε μια πόλη που ήξερε καλά ότι, όσο κι αν την υπεράσπιζαν, τελικά θα έπεφτε, για να κάνουν ζημιά στον εχθρό εκ των έσω.
«Έχεις κάποιο στίγμα, Άλμουρατ;»
Ο Μορ κούνησε το κεφάλι του. «Κατευθύνθηκαν βόρεια και στους στάβλους του παλατιού ανέφεραν κάτι για την Τζεχάνα, αλλά εμένα μου μοιάζει με προσπάθεια παραπληροφόρησης. Με την πρώτη ευκαιρία, θα άλλαξαν κατεύθυνση. Ελέγξαμε λέμβους αρκετά μεγάλες ώστε να διασχίσουν το ποτάμι κουβαλώντας ολόκληρη την ομάδα, αλλά τέτοιου μεγέθους πλεούμενα πηγαινοέρχονται όλη την ώρα. Σ’ αυτό το μέρος δεν υπάρχουν κανόνες και δεν γίνεται κανένας έλεγχος».
«Αυτό με βάζει σε πολλές σκέψεις».
Ο Αναζητητής μόρφασε στραβώνοντας ελαφρά το στόμα του, αλλά φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορούσε να εκμαιεύσει περισσότερες υποσχέσεις από μεριάς Καρέντε. Ένευσε μία φορά. «Ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις, θα πρέπει να ξέρεις αυτό. Ίσως αναρωτιέσαι με ποιον τρόπο το κορίτσι εκβίασε τους εμπόρους. Φαίνεται πως συνοδευόταν διαρκώς από δύο ή τρεις στρατιώτες. Οι περιγραφές της αρματωσιάς τους ήταν εξαιρετικά ακριβείς». Μισοάπλωσε το χέρι του, σαν να ήθελε να αγγίξει τη ρόμπα του Καρέντε, αλλά, φερόμενος συνετά, το άφησε να ξαναπέσει στα πλευρά του. «Οι περισσότεροι λένε πως ήταν μαύρη. Καταλαβαίνεις; Ό,τι κι αν αποφασίσεις να πράξεις, μην καθυστερείς». Ο Μορ ανασήκωσε την κούπα του. «Στην υγειά σου, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ Φούριουκ. Στην υγειά σου και στην υγεία της Αυτοκρατορίας».
Ο Καρέντε άδειασε την κούπα του Ατζιμπούρα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Ο Αναζητητής αποχώρησε όσο απότομα είχε έρθει, κι η πόρτα δεν είχε κλείσει καλά-καλά πίσω του όταν άνοιξε και πάλι, για να περάσει μέσα ο Ατζιμπούρα. Ο μικροκαμωμένος άντρας παρατήρησε την κούπα με το σχήμα του κρανίου, που κρατούσε ο Καρέντε, και τον κοίταξε γεμάτος κατηγόρια.
«Εσύ, Ατζιμπούρα, την έχεις ακουστά αυτή τη φήμη;» Δεν είχε νόημα να ρωτήσει αν ο άλλος κρυφάκουγε. Θα ήταν σαν να ρωτά αν ανατέλλει ο ήλιος το πρωί. Πάντως, ο Ατζιμπούρα δεν το αρνήθηκε.
«Δεν πρόκειται να λερώσω το στόμα μου με τέτοιες βρωμιές, υψηλότατε», είπε, πλησιάζοντας τον Καρέντε.
Ο Καρέντε αναστέναξε. Άσχετα από το αν η εξαφάνιση της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν είχε να κάνει με δικές της ραδιουργίες ή όχι, το θέμα ήταν πως βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Αν, μάλιστα, η σχετική φημολογία ήταν κάποιο τέχνασμα του Μορ, τότε ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσεις κάποιον στο ίδιο του το παιχνίδι, είναι να το μετατρέψεις σε δικό σου. «Ετοίμασε το ξυράφι μου». Κάθισε κι άπλωσε το χέρι του για να πιάσει την πένα, κρατώντας με το αριστερό χέρι το μανίκι της ρόμπας του, για να μη λερωθεί με μελάνι. «Θα βρεις τον Στρατηγό Μιουσέντζε, όταν είναι μόνος του, και θα του δώσεις αυτό. Γύρνα το συντομότερο δυνατόν. Έχω κι άλλες οδηγίες για σένα».
Λίγο μετά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ο Καρέντε διέσχιζε το λιμάνι πάνω στο πορθμείο που αναχωρούσε κάθε ώρα, σύμφωνα με το αυστηρό κουδούνισμα που έδινε το σχετικό σήμα. Ήταν μια βαριά, δύσχρηστη μαούνα, που κουνιόταν πάνω-κάτω καθώς τα μακρόστενα κουπιά την ωθούσαν πάνω στην κυματώδη επιφάνεια των νερών του λιμανιού. Τα σχοινιά που είχαν προσδεθεί πάνω σε δέκα εμπορικές άμαξες, καλυμμένες με καραβόπανο, στη δέστρα του καταστρώματος, έτριζαν με κάθε κούνημα, τα άλογα χτυπούσαν νευρικά τις οπλές τους κι οι κωπηλάτες έδιωχναν τους αμαξηλάτες και τους εκμισθωμένους φρουρούς, οι οποίοι ήθελαν να βγάλουν τα άντερά τους στα πλαϊνά του σκάφους. Μερικοί άντρες δεν διέθεταν το κατάλληλο στομάχι για πορεία πάνω στην επιφάνεια του νερού. Η ίδια η κάτοχος του πορθμείου, μια γυναίκα με πλαδαρή φάτσα και χαλκόχρωμη επιδερμίδα, καθόταν στην πλώρη τυλιγμένη στον σκούρο μανδύα της, ισορροπώντας εύκολα ανάλογα με τις κινήσεις του πορθμείου, έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στην αποβάθρα που τους πλησίαζε, κι αγνοώντας τον Καρέντε που βρισκόταν πλάι της. Ίσως είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για Σωντσάν, από τη σέλα του καστανοκόκκινου ευνουχισμένου του ζώου, αλλά ένας απλός γκρίζος μανδύας κάλυπτε το πράσινο πανωφόρι με το άλικο ξάκρισμα, οπότε μπορεί να τον είχε περάσει για απλό στρατιώτη. Σίγουρα δεν ήταν άποικος, με αυτό το σπαθί κρεμασμένο από τους γοφούς του. Ίσως μέσα στην πόλη τα άγρυπνα βλέμματα να τον είχαν προσέξει, παρά τα όσα έκανε για να ξεγλιστρήσει, αλλά ως προς το ξίφος του, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Με λίγη τύχη, είχε μπροστά του μία μέρα, ίσως και δύο, προτού αντιλαμβανόταν κάποιος ότι δεν είχε επιστρέψει στο πανδοχείο.