Выбрать главу

Στριφογυρνώντας στη σέλα του, καθώς το πορθμείο έπεσε με δύναμη πάνω στις καλυμμένες με δέρμα στήλες της αποβάθρας, βγήκε πρώτος-πρώτος μόλις άνοιξαν οι μπουκαπόρτες, ενώ η ιδιοκτήτρια ήταν απασχολημένη να κυνηγάει τους οδηγούς να ανέβουν στις άμαξες και τους περαματάρηδες να λύσουν τους τροχούς. Έκανε τον Αλντάζαρ να προχωρά αργά ανάμεσα στις κοτρώνες, οι οποίες γλιστρούσαν ακόμα από την πρωινή βροχή, από μια στρώση κοπριάς αλόγων κι από τα περιττώματα ενός κοπαδιού προβάτων, κι επιτάχυνε το βήμα του καστανοκόκκινου ζώου μόλις έφθασε στον ίδιο τον Δρόμο του Ίλιαν, μολονότι ακόμα και τότε αρκέστηκε σε απλό τροχασμό. Η ανυπομονησία είναι ελάττωμα όταν ξεκινάς ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό.

Πανδοχεία και χάνια απλώνονταν σε όλο το μήκος του δρόμου πέρα από την αποβάθρα, κτήρια με επίπεδες οροφές, καλυμμένα με ραγισμένο και ξεφλουδισμένο λευκό ασβεστοκονίαμα και με φθαρμένες πινακίδες στο μπροστινό μέρος, μερικά μάλιστα δεν είχαν ούτε τέτοιες. Ο δρόμος αυτός όριζε το βόρειο άκρο του Ράχαντ. Προχειροντυμένοι άντρες ραχάτευαν σε πάγκους μπροστά από τα πανδοχεία, παρακολουθώντας τον βαρύθυμα καθώς τους προσπερνούσε. Όχι επειδή ήταν Σωντσάν, άλλωστε δεν τους είχε και τόσο έξυπνους, για να αναγνωρίσουν κάποιον έφιππο ή, εν πάση περιπτώσει, κάποιον που θα τους πετούσε ένα-δυο νομίσματα. Σύντομα, ωστόσο, τους άφησε πίσω, και τις επόμενες λίγες ώρες βρέθηκε να προσπερνάει ελαιώνες και μικρά κτήματα, όπου οι εργάτες ήταν συνηθισμένοι στους διαβάτες, οπότε ούτε καν μπήκαν στον κόπο να αφήσουν τις δουλειές τους και να του ρίξουν μια ματιά. Ούτως ή άλλως, η κυκλοφορία ήταν αραιή, μια χούφτα αγροτικές άμαξες με ψηλούς τροχούς κι ελάχιστα περισσότεροι εμπορικοί συρμοί, που όδευαν θορυβωδώς προς το Έμπου Νταρ, περικυκλωμένοι από μισθωμένους φρουρούς. Πολλοί από τους αμαξηλάτες και τους εμπόρους είχαν το χαρακτηριστικό γενάκι των Ιλιανών. Έμοιαζε κάπως παράξενο που το Ίλιαν εξακολουθούσε να έχει εμπορικές σχέσεις με το Έμπου Νταρ ενώ ταυτόχρονα αντιστεκόταν στην Αυτοκρατορία, αλλά οι άνθρωποι σε αυτή τη μεριά της Ανατολικής Θάλασσας ήταν συχνά περίεργοι, με αλλόκοτα έθιμα, και δεν απείχαν πολύ από τις ιστορίες που λέγονταν για τη γενέτειρα του Γερακόφτερου. Μερικές φορές, μάλιστα, δεν διέφεραν καθόλου. Βέβαια, αν επρόκειτο να ενωθούν με την Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να γίνουν κατανοητοί, αλλά αυτό ήταν δουλειά άλλων, με αξίωμα υψηλότερο από του ίδιου. Τα δικά του καθήκοντα διέφεραν.

Οι αγροικίες έδωσαν τη θέση τους σε δασότοπους κι αγρούς γεμάτους χαμόκλαδα, ενώ έβλεπε τη σκιά του να επιμηκύνεται διαρκώς μπροστά του, καθώς ο ήλιος όδευε προς την άκρη του ορίζοντα. Κάποια στιγμή, είδε αυτό που έψαχνε. Ακριβώς μπροστά του, ο Ατζιμπούρα ήταν καθισμένος ανακούρκουδα στη βορεινή πλευρά του δρόμου, παίζοντας έναν καλαμένιο αυλό και δίνοντας την εντύπωση φυγόπονου αργόσχολου. Πριν ο Καρέντε προλάβει να τον πλησιάσει, ο άντρας έχωσε τον αυλό μέσα από τη ζώνη του, μάζεψε τον καφετή χιτώνα του και χάθηκε ανάμεσα στα θάμνα και στα δέντρα. Κοιτώντας πίσω του, για να σιγουρευτεί πως ο δρόμος ήταν κι εκεί άδειος, ο Καρέντε έστρεψε τον Αλντάζαρ προς τη μεριά του δασότοπου, στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Ο μικροκαμωμένος άντρας τον περίμενε λίγο πιο έξω από τον δρόμο, στη βάση κάποιου είδους τεράστιων πεύκων, το ψηλότερο εκ των οποίων θα πρέπει να έφτανε άνετα τα εκατό πόδια. Έκανε τη συνηθισμένη υπόκλιση, χαμηλώνοντας την καμπούρα του, και σκαρφάλωσε στη σέλα ενός λιπόσαρκου καστανοκόκκινου αλόγου με άσπρα πόδια. Ανέκαθεν επέμενε πως τα άσπρα πόδια σε ένα άλογο ήταν ένδειξη τύχης. «Από δω, υψηλότατε;» ρώτησε, και με το ανάλογο νόημα του Καρέντε, έστρεψε το υποζύγιό του βαθύτερα στο δάσος.