Δεν είχαν πολύ δρόμο να διανύσουν, ίσα-ίσα μισό μίλι, αλλά κανένας οδοιπόρος δεν θα υποψιαζόταν τι υπήρχε στο μεγάλο ξέφωτο. Ο Μιουσέντζε είχε φέρει μαζί του εκατό Φρουρούς καβάλα σε γυμνασμένα άλογα κι είκοσι Ογκιρανούς Κηπουρούς, όλοι θωρακισμένοι, μαζί με υποζύγια για προμήθειες δύο εβδομάδων. Το υποζύγιο που είχε φέρει την προηγούμενη μέρα ο Ατζιμπούρα, με την πανοπλία του Καρέντε, θα πρέπει να βρισκόταν ανάμεσά τους. Μια ομάδα από σουλ’ντάμ στεκόταν πλάι στα άλογά της και μερικές κανάκευαν τις έξι νταμέην που ήταν δεμένες με λουριά. Ο Μιουσέντζε προχώρησε μπροστά, για να προϋπαντήσει τον Καρέντε, έχοντας μαζί του τον Χάρθα, τον Πρώτο Κηπουρό, που βημάτιζε πλάι του βλοσυρός, με μεγάλες δρασκελιές κι έχοντας το τσεκούρι με τις πράσινες φούντες περασμένο πάνω από τον ώμο του. Κάποια από τις γυναίκες, η Μελιτέν, η ντερ’σουλ’ντάμ της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν, πήδηξε στη σέλα της και τους πλησίασε.
Ο Μιουσέντζε κι ο Χάρθα ακούμπησαν τις γροθιές τους στο μέρος της καρδιάς κι ο Καρέντε τούς ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, αλλά η ματιά του έπεσε πάνω στις νταμέην, ειδικά σε μια μικροκαμωμένη γυναίκα, της οποίας τα μαλλιά χάιδευε μια μελαψή, στρογγυλοπρόσωπη σουλ’ντάμ. Το πρόσωπο μιας νταμέην ήταν απατηλό — αργούσαν πολύ να γεράσουν, και ζούσαν πολύ— αλλά η συγκεκριμένη γυναίκα είχε μία διαφορά που ο Καρέντε είχε μάθει να αναγνωρίζει σε όσες αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. «Με ποια δικαιολογία τις έβγαλες μεμιάς από την πόλη;» ρώτησε.
«Άσκηση, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ», αποκρίθηκε η Μελιτέν με ένα στραβό χαμόγελο. «Όλοι πείθονται με τη δικαιολογία της άσκησης». Λέγεται πως, στην πραγματικότητα, η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν δεν χρειαζόταν καμιά ντερ’σουλ’ντάμ για να εκπαιδεύσει την ιδιοκτησία της ή τη σουλ’ντάμ της, αλλά η Μελιτέν με τα μακριά μαλλιά —πιότερο γκρίζα, παρά μαύρα— είχε εμπειρία και σε πεδία εκτός της τέχνης της κι ήξερε πολύ καλά γιατί τη ρωτούσε ο Καρέντε. Είχε ζητήσει από τον Μιουσέντζε να φέρει ένα ζευγάρι νταμέην, αν μπορούσε. «Κανείς μας δεν θα μείνει πίσω, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ. Όχι εξαιτίας αυτού, τουλάχιστον. Όσον αφορά στη Μάιλεν...» Αυτή θα ήταν μάλλον η πρώην Άες Σεντάι. «Αφού βγήκαμε από την πόλη, εξηγήσαμε στις νταμέην γιατί φεύγουμε. Ίσως είναι καλύτερα να γνωρίζουν τι να περιμένουν. Από τότε, προσπαθούμε να καλμάρουμε τη Μάιλεν. Αγαπάει πολύ την Υψηλή Αρχόντισσα. Όλες τους την αγαπούν, αλλά η Μάιλεν τη λατρεύει λες και κάθεται ήδη στον Κρυστάλλινο Θρόνο. Αν η Μάιλεν απλώσει χέρι σε κάποια από αυτές τις Άες Σεντάι», χασκογέλασε η γυναίκα, «θα χρειαστεί να επέμβουμε γρήγορα για να μην την ξυλοφορτώσει, κι έπειτα δεν θ’ αξίζει τον κόπο να της περάσουμε το λουρί».
«Δεν βλέπω πού είναι το αστείο», μούγκρισε ο Χάρθα. Ο Ογκιρανός ήταν ακόμα πιο ταλαιπωρημένος και κακομοιριασμένος από τον Μιουσέντζε. Είχε μεγάλα γκρίζα μουστάκια, ενώ τα μάτια του φάνταζαν σαν μαύρες πέτρες κάτω από το κράνος του. Ήταν ήδη Κηπουρός πριν ακόμα γεννηθεί ο πατέρας του Καρέντε, ίσως και πριν από τον παππού του. «Δεν έχουμε στόχο. Προσπαθούμε να παγιδεύσουμε τον άνεμο σ’ ένα δίχτυ». Η Μελιτέν σοβάρεψε απότομα κι ο Μιουσέντζε φάνηκε ακόμα πιο δύσθυμος από τον Χάρθα, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.
Δέκα μέρες ήταν αρκετές για να τους έχουν αφήσει μίλια πίσω αυτοί που αναζητούσαν. Η αφρόκρεμα του Λευκού Πύργου δεν θα προέβαινε ποτέ σε μια τόσο κραυγαλέα ενέργεια όπως να κατευθυνθούν ανατολικά από τη στιγμή που προσπάθησαν να εφαρμόσουν εκείνο το τέχνασμα στην Τζεχάνα, αλλά ούτε και θα ήταν τόσο ανόητοι για να προσεγγίσουν τον Βορρά. Ακόμα κι έτσι όμως, η περιοχή που έμενε για ανίχνευση ήταν απέραντη και μεγάλωνε διαρκώς σε έκταση. «Επομένως, πρέπει ν’ αρχίσουμε ν’ απλώνουμε τα δίχτυα μας χωρίς καμία καθυστέρηση», είπε ο Καρέντε, «και με ακρίβεια».
Ο Μιουσέντζε κι ο Χάρθα ένευσαν καταφατικά. Για έναν Φρουρό του Θανάτου, ό,τι έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να παγιδεύσει τον άνεμο.
5
Η Δημιουργία μιας Σφύρας
Έτρεχε με ευκολία μες στη νύχτα, παρά το χιόνι που κάλυπτε το έδαφος. Γινόταν ένα με τις σκιές, έτσι όπως γλιστρούσε στο δάσος, με το σεληνόφως να φέγγει στη ματιά τον τόσο καθαρά, όσο το φως του ήλιου. Ένας παγωμένος άνεμος ανακάτευε το πυκνό τρίχωμά του, κουβαλώντας μαζί του μια μυρωδιά που έκανε τις τρίχες του σβέρκου τον να ανασηκώνονται και την καρδιά του να βροντοχτυπάει με μίσος μεγαλύτερο από εκείνο που έτρεφε για τους Ουδεγέννητους. Μίσος και βεβαιότητα επερχόμενου θανάτου. Ήταν αδύνατον να επιλέξει πια. Άρχισε να τρέχει όλο και πιο γοργά, προς τον θάνατο.