Ο Πέριν ξύπνησε απότομα μες στο βαθύ σκοτάδι που προηγείται της αυγής, κάτω από μία άμαξα προμηθειών, από εκείνες με τους ψηλούς τροχούς. Η παγωνιά του εδάφους τον διαπερνούσε έως το κόκαλο, παρά τον βαρύ μανδύα με τη γούνινη επένδυση και τις δύο κουβέρτες. Αισθάνθηκε ένα άστατο μελτέμι, ελάχιστα δυνατό ή σταθερό για να το αποκαλέσει κανείς αύρα, παγερό ωστόσο. Ψηλάφισε το πρόσωπό του με το γαντοφορεμένο του χέρι κι ο παγετός έτριξε πάνω στην κοντή του γενειάδα. Αν μη τι άλλο, φαίνεται πως δεν είχε χιονίσει περισσότερο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είχε ξυπνήσει επανειλημμένως το βράδυ, πασπαλισμένος με σκόνη, παρά το καταφύγιο που του προσέφερε η άμαξα, κι η χιονόπτωση δυσκόλευε τους ανιχνευτές. Ευχήθηκε να μπορούσε να μιλήσει με τον Ιλάυας όπως μιλούσε με τους λύκους, έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να υφίσταται όλη αυτή την ατελείωτη αναμονή. Η κόπωση κολλούσε επάνω του σαν δεύτερο δέρμα και του ήταν αδύνατον να θυμηθεί ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί καλά. Ωστόσο, τόσο ο ύπνος, όσο κι η έλλειψή του, φάνταζαν άνευ σημασίας. Ετούτες τις μέρες, μόνον η έξαψη κι η οργή τού έδιναν δύναμη να συνεχίσει.
Δεν πίστευε πως είχε ξυπνήσει εξαιτίας του ονείρου. Κάθε νύχτα που έπεφτε να κοιμηθεί, περίμενε να δει εφιάλτες. Κάθε νύχτα, οι εφιάλτες έρχονταν. Στον χειρότερο εφιάλτη του, έβρισκε τη Φάιλε νεκρή ή δεν την έβρισκε καθόλου. Ήταν το είδος του εφιάλτη που τον έκανε να πετάγεται τρέμοντας κάθιδρος. Αντιθέτως, όταν οι εφιάλτες ήταν λιγότερο τρομακτικοί, συνέχιζε να κοιμάται ή, έστω, μισοξυπνούσε όταν έβλεπε τους Τρόλοκ να τον πετσοκόβουν ζωντανό, έτοιμοι να τον βάλουν στο καζάνι, ή ένα Ντραγκχάρ να καταβροχθίζει την ψυχή του. Το συγκεκριμένο όνειρο χανόταν γρήγορα, όπως όλα τα όνειρα, αλλά θυμόταν ότι ήταν λύκος και κάτι οσφραινόταν... Τι, όμως; Κάτι που οι λύκοι μισούσαν περισσότερο κι απ’ τους Μυρντράαλ και που γνώριζαν ότι μπορούσε να τους σκοτώσει. Στο όνειρο ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό, αλλά το είχε πια ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν πλέον ήταν αόριστες εντυπώσεις. Δεν βρισκόταν σε λυκίσιο όνειρο, σε αυτή την αντανάκλαση του κόσμου όπου οι νεκροί λύκοι εξακολουθούσαν να ζουν κι οι ζωντανοί τούς επισκέπτονταν για να πάρουν συμβουλές. Το λυκίσιο όνειρο παρέμενε μονίμως διαυγές στο μυαλό του, ακόμα κι όταν αποχωρούσε, ασχέτως αν είχε πάει εκεί συνειδητά ή όχι. Ωστόσο, το συγκεκριμένο όνειρο έμοιαζε πολύ αληθινό και, κατά κάποιον τρόπο, επείγον.
Ακούμπησε πίσω, παραμένοντας ακίνητος, κι έστειλε τον νου του σε αναζήτηση, πασχίζοντας να διαισθανθεί λύκους. Και στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει λύκους ως βοηθούς του στο κυνήγι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους πείσει να ενδιαφερθούν για τις δουλειές των διπόδων. Απέφευγαν τις μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων και, για τα δεδομένα τους, δέκα-δεκαπέντε άνθρωποι ήταν αρκετοί ώστε να μείνουν υποχρεωτικά μακριά. Οι άνθρωποι καταδίωκαν τα ζώα, οι πιο πολλοί μάλιστα δεν δίσταζαν να σκοτώσουν έναν λύκο άμα τη εμφανίσει του. Οι σκέψεις του δεν είχαν αποτέλεσμα, αλλά έπειτα από λίγο άγγιξαν κάποιους λύκους σε απόσταση. Δεν ήταν σίγουρος πόσο μακριά βρίσκονταν, αλλά ήταν σαν να διέκρινε ψίθυρο στα όρια της ακοής. Αρκετά μακριά, δηλαδή. Παράξενο. Παρά τα διάσπαρτα χωριό, τα κτήματα και —σε μερικές περιπτώσεις— τις πόλεις, η περιοχή ήταν παρθένα για τους λύκους, απάτητο δάσος στο μεγαλύτερο μέρος της, ενώ τα ελάφια και τα μικρότερα θηράματα αφθονούσαν.
Ανέκαθεν υπήρχε εθιμοτυπικό όταν απευθυνόσουν σε αγέλη της οποίας δεν αποτελούσες μέλος. Ευγενικά, έστειλε το όνομά του ανάμεσα στους λύκους —Νεαρός Ταύρος—, μοιράστηκε την οσμή του κι ως απάντηση έλαβε τα δικά τους — Φυλλοκυνηγός, Ψηλή Αρκούδα, Λευκή Ουρά, Φτερό, Αστραπομίχλη και κάμποσα άλλα ακόμα. Επρόκειτο για αρκετά μεγάλη αγέλη, κι η Φυλλοκυνηγός, ένα θηλυκό με έντονη αυτοπεποίθηση, ήταν ο αρχηγός της. Το Φτερό, ένας έξυπνος λύκος στην ακμή του, ήταν το ταίρι της. Είχαν ακουστά τον Νεαρό Ταύρο κι ήταν αρκετά πρόθυμοι να συζητήσουν με τον φίλο του θρυλικού Μακρυδόντη, τον πρώτο δίποδο που είχε μάθει να μιλάει με τους λύκους ύστερα από ένα χρονικό κενό που κουβαλούσε την αίσθηση Εποχών χαμένων στην καταχνιά του παρελθόντος. Επρόκειτο για έναν καταιγισμό από εικόνες και θύμησες οσμών, που το μυαλό του μετέτρεπε σε λέξεις, όπως κι οι λέξεις που σκεφτόταν γίνονταν με κάποιον τρόπο εικόνες κι οσμές κατανοητές στους λύκους.
Υπάρχει κάτι που θέλω να μάθω, σκέφτηκε μόλις τελείωσαν οι διαδικαστικές συστάσεις. Τι είναι αυτό που ένας λύκος μισεί πιότερο κι από τους Ουδεγέννητους; Πάσχισε να ανακαλέσει τη μυρωδιά του ονείρου, να την προσθέσει σε όλα τα υπόλοιπα, αλλά είχε χαθεί πια από τη μνήμη του. Κάτι, που ένας λύκος ξέρει ότι σημαίνει θάνατο.