Έλαβε σιωπή ως απάντηση, ενώ ένα νήμα φόβου αναμείχθηκε με μίσος, αποφασιστικότητα και δισταγμό. Είχε νιώσει και παλαιότερα φόβο εκ μέρους των λύκων —πάνω απ’ όλα, φοβούνταν την πυρκαγιά που εξαπλωνόταν στο δάσος, ή έτσι πίστευε τουλάχιστον— αλλά τώρα ήταν ένα είδος ακανθώδους φόβου, που προκαλούσε ανατριχίλα στον άνθρωπο και που τον έκανε να ριγεί και να αναπηδά από τρόμο με το παραμικρό. Η εμμονή του να συνεχίσει ήταν τέτοια, που σχεδόν άγγιζε τον τρόμο, παρ’ ότι δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Οι λύκοι δεν ένιωθαν ποτέ τέτοιο δέος, με εξαίρεση αυτούς εδώ.
Ένας-ένας έσβηναν από τη συνείδηση του, μια εσκεμμένη πράξη για να τον αποκλείσουν, μέχρι που παρέμεινε μόνο η Φυλλοκυνηγός. Η ώρα του Τελευταίου Κυνηγιού πλησιάζει, είπε τελικά η λύκαινα, κι ύστερα εξαφανίστηκε κι αυτή.
Μήπως πρόσβαλα κάποιου; έστειλε τη σκέψη του ο Πέριν. Αν συνέβη κάτι τέτοιο, ήταν από άγνοια. Καμία απάντηση. Οι συγκεκριμένοι λύκοι δεν θα του μιλούσαν περισσότερο, όχι πολύ σύντομα τουλάχιστον.
Η ώρα του Τελευταίου Κυνηγιού πλησιάζει. Ήταν το αντίστοιχο των λύκων για την Τελευταία Μάχη, την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήξεραν ότι θα παρίσταντο στην τελική αναμέτρηση μεταξύ Φωτός και Σκιάς, αν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τον λόγο. Μερικά πράγματα ήταν γραφτό από τη μοίρα να συμβούν, με την ίδια βεβαιότητα που ο ήλιος και το φεγγάρι ανέτελλαν κι έδυαν, κι η μοίρα έλεγε ότι θα ήταν πολλοί οι λύκοι που θα πέθαιναν στο Τελευταίο Κυνήγι. Αυτό που φοβούνταν, όμως, ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Πέριν είχε μια έντονη αίσθηση πως έπρεπε να βρίσκεται κι ο ίδιος εκεί, ήταν προορισμένος κατά κάποιον τρόπο, εκτός αν η Τελευταία Μάχη ερχόταν πιο σύντομα, οπότε θα ήταν αδύνατον να παρευρεθεί. Τον περίμενε πολλή δουλειά ακόμη, πού δεν μπορούσε να αποφύγει —δεν θα το έκανε!— ακόμα και για την Τάρμον Γκάι’ντον.
Διώχνοντας απ’ το μυαλό του τόσο τους άφατους τρόμους, όσο και την Τελευταία Μάχη, έβγαλε τα γάντια του και ψαχούλεψε στην τσέπη του πανωφοριού του για το σχοινί από ακατέργαστο δέρμα που έκρυβε εκεί. Τα δάχτυλά του σχημάτισαν μηχανικά έναν κόμπο, σε ένα είδος πρωινού τελετουργικού, και κατόπιν γλίστρησαν πάνω στο σχοινί, μετρώντας. Είκοσι δύο κόμποι. Είκοσι δύο πρωινά από την απαγωγή της Φάιλε.
Στην αρχή, δεν είχε σκεφτεί ότι ήταν ανάγκη να μετράει τις μέρες. Εκείνη την πρώτη μέρα, είχε πιστέψει πως ήταν παγωμένος, μουδιασμένος αλλά και συγκοτημένος, μα κοιτώντας πίσω, διαπίστωσε πως είχε κατακλυστεί από απέραντη οργή και την καταλυτική ανάγκη να βρει τους Σάιντο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ανάμεσα στους Αελίτες που είχαν κλέψει τη Φάιλε υπήρχαν κι άντρες από άλλες φυλές, όμως αποδείχτηκε ότι οι περισσότεροι ήταν Σάιντο, κάπως έτσι τους θεωρούσε κι ο ίδιος. Η ανάγκη να τους πάρει τη Φάιλε προτού της έκαναν κακό τον είχε αρπάξει από τον λαιμό, πνίγοντάς τον σχεδόν. Φυσικά, θα απελευθέρωνε και τις άλλες γυναίκες που είχαν απαχθεί μαζί της, αλλά μερικές φορές έπρεπε να κάνει λίστα με τα ονόματά τους στο μυαλό του για να μην τις ξεχάσει. Η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Βασίλισσα της Γκεάλνταν κι αφοσιωμένη οπαδός του. Το να έχει πάρει κάποιος όρκο στο όνομά του φάνταζε ακόμη εξωπραγματικό, ειδικά αν επρόκειτο για βασίλισσα — σε τελική ανάλυση, σιδεράς ήταν! Ναι, κάποτε υπήρξε σιδεράς, αλλά είχε ευθύνη απέναντι στην Αλιάντρε, η οποία δεν θα διακινδύνευε για κανέναν άλλον εκτός του Πέριν. Η Μπάιν του Μαύρου Βράχου του Σάαραντ κι η Τσιάντ του Πετροπόταμου του Γκόσιεν, Αελίτισσες Κόρες του Δόρατος που είχαν ακολουθήσει τη Φάιλε στην Γκεάλνταν και στην Αμαδισία. Είχαν έρθει αντιμέτωπες, επίσης, με τους Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς τότε που ο Πέριν χρειαζόταν επειγόντως κάθε χέρι ικανό να χειριστεί όπλο, κάτι που τους έδωσε το δικαίωμα να ταχθούν μαζί του. Η Αρρέλα Σιέγκο κι η Λασίλ Άλντοργουιν, δύο απερίσκεπτες νεαρές, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να μάθουν πώς να γίνουν Αελίτισσες ή, έστω, κάποια περίεργη εκδοχή Αελιτισσών. Είχαν ορκιστεί πίστη στο όνομα της Φάιλε, όπως κι η Μάιντιν Ντορλαίν, μια άφραγκη πρόσφυγας, που η Φάιλε είχε πάρει υπό την προστασία της, κάνοντάς την υπηρέτριά της. Του ήταν αδύνατον να εγκαταλείψει τους ανθρώπους της Φάιλε. Της Φάιλε νι Μπασίρε τ’ Αϋμπάρα.
Η λιτανεία έκανε κύκλο κι επέστρεφε ξανά σ’ εκείνη, στη σύζυγό του, στην ανάσα της ζωής του. Μ’ ένα βογγητό, άδραξε τόσο σφιχτά το σχοινί, που οι κόμποι αποτυπώθηκαν οδυνηρά σ’ ένα χέρι που είχε σκληρύνει από εκείνες τις ατελείωτες μέρες που δούλευε το σφυρί πάνω στο αμόνι. Μα το Φως, είκοσι δύο μέρες!
Δουλεύοντας με το σίδερο, είχε μάθει ότι η βιασύνη καταστρέφει το μέταλλο, αλλά στην αρχή ήταν όντως βιαστικός, Ταξιδεύοντας νότια, μέσα από τις πύλες που έφτιαχναν ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ, οι δύο Άσα’μαν, στα σημεία που εντόπιζαν τα απώτερα ίχνη των Σάιντο, και μεταπηδώντας ακόμα πιο νότια, προς την κατεύθυνση των ιχνών, μόλις οι Άσα’μαν έβρισκαν την ευκαιρία να φτιάξουν κι άλλες πύλες. Νευρικός καθώς ήταν, όποτε έπρεπε να ξεκουραστούν από την κατασκευή των πυλών κι από την προσπάθεια να τις κρατήσουν ανοικτές αρκετή ώρα, για να περάσουν όλοι, ο νους του κατατρωγόταν από τη σκέψη ότι έπρεπε να ελευθερώσει τη Φάιλε με οποιοδήποτε τίμημα. Αυτό που τον περίμενε ήταν μέρες διαρκώς αυξανόμενου πόνου, καθώς οι ανιχνευτές σκορπίζονταν όλο και πιο μακριά στην ακατοίκητη ερημιά, χωρίς να εντοπίζουν το παραμικρό ίχνος που θα μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε περάσει από εκεί, μέχρι που κατάλαβε ότι έπρεπε να ξανασχεδιάσει την πορεία του, σπαταλώντας κι άλλες μέρες για να καλύψει έδαφος που οι Άσα’μαν είχαν διανύσει με μια δρασκελιά, ψάχνοντας για κάποια ένδειξη του σημείου όπου οι Σάιντο είχαν αλλάξει πορεία.