Έπρεπε να το καταλάβει ότι θα έστριβαν. Η πορεία προς τον Νότο τούς οδήγησε σε θερμότερες περιοχές, δίχως χιόνι, που φάνταζε τόσο παράξενο στους Αελίτες, αν κι έτσι πλησίασαν περισσότερο τους Σωντσάν του Έμπου Νταρ. Ήξερε για τους Σωντσάν κι έπρεπε να περιμένει ότι σύντομα θα το μάθαιναν κι οι Σάιντο, παρ’ όλο που εκείνους τους ενδιέφερε το πλιάτσικο, όχι να δώσουν μάχη με τους Σωντσάν και τις νταμέην. Μέρες ολόκληρες αργής πορείας, με τους ανιχνευτές να διασκορπίζονται μπροστά τους, μέρες ολόκληρες όπου η χιονόπτωση τύφλωνε ακόμα και τους Αελίτες, αναγκάζοντάς τους να κάνουν εκνευριστικές στάσεις, μέχρι που τελικά ο Τζόνταϊν Μπάραν βρήκε ένα δέντρο γδαρμένο από άμαξα κι ο Ιλάυας ξέθαψε από το χιόνι ένα σπασμένο κομμάτι Αελίτικου δόρατος. Κι ο Πέριν στράφηκε ανατολικά εν τέλει, το πολύ δύο μέρες νότια από το σημείο που είχε Ταξιδέψει την πρώτη φορά. Μόλις το συνειδητοποίησε, ήθελε να ουρλιάξει, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν θα υποχωρούσε με τίποτα και δεν θα ξέφευγε ούτε ίντσα από την πορεία του τη στιγμή που η Φάιλε εξαρτιόταν άμεσα από τον ίδιο. Τότε ήταν που άρχισε να ελέγχει την οργή του, που άρχισε να τη σφυρηλατεί.
Οι απαγωγείς της προηγούνταν αρκετά μόνο και μόνο επειδή είχε βιαστεί, αλλά από τότε ήταν εξαιρετικά προσεκτικός, λες και βρισκόταν σε σιδηρουργείο. Ο θυμός του είχε στερεοποιηθεί κι είχε καταφέρει να πάρει συγκεκριμένο σχήμα. Από τότε που είχε ξαναβρεί ίχνη των Σάιντο, είχε Ταξιδέψει με μια δρασκελιά την απόσταση που θα διένυαν οι ανιχνευτές πήγαινε-έλα από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου, κι ευτυχώς που ήταν προσεκτικός, αφού οι Σάιντο άλλαζαν συχνά κι απότομα κατευθύνσεις, ακολουθώντας τεθλασμένες πορείες, λες και δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποια κατεύθυνση θα έπαιρναν. Ίσως, πάλι, να είχαν στρίψει για να ενωθούν με άλλους του είδους τους. Ο Πέριν έπρεπε αναγκαστικά να βασιστεί σε παλιά ίχνη, σε παλιούς καταυλισμούς θαμμένους στο χιόνι, αν κι όλοι οι ανιχνευτές συμφωνούσαν ότι οι Σάιντο είχαν αυξηθεί αριθμητικά. Θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον δύο-τρεις σέπτες ενωμένες, ίσως και περισσότερες, μια τρομερή λεία για κυνήγι. Αργό και σταθερά, πάντως, είχε αρχίσει να τους υπερκεράζει, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο.
Οι προελαύνοντες Σάιντο κάλυπταν περισσότερο έδαφος απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί, δεδομένου του αριθμού τους και του χιονιού, αλλά δεν φαινόταν να τους απασχολεί ιδιαίτερα αν κάποιοι βρίσκονταν στα ίχνη τους. Ίσως πίστευαν πως κανείς δεν θα τολμούσε κάτι τέτοιο. Μερικές φορές στρατοπέδευαν για αρκετές μέρες σε ένα σημείο. Ο θυμός σφυρηλατήθηκε κι έγινε σκοπός. Οι Σάιντο άφηναν πίσω τους ερημωμένα χωριά, μικρές πόλεις κι επαύλεις, σαν ανθρώπινες ακρίδες· καταλήστευαν αποθήκες και τιμαλφή, ενώ οι άντρες κι οι γυναίκες γίνονταν κτήμα τους, μαζί με τα ζωντανά. Συχνά, μέχρι να φθάσει ο Πέριν, δεν είχε μείνει κανείς, παρά μόνο άδεια σπίτια, με τους κατοίκους να ψάχνουν για φαγητό και καταφύγιο μέχρι τον ερχομό της άνοιξης. Είχε περάσει τον Έλνταρ, βγαίνοντας στην Αλτάρα, εκεί όπου ένα μικρό πορθμείο που το χρησιμοποιούσαν γυρολόγοι και ντόπιοι αγρότες, όχι έμποροι, λειτουργούσε κάποτε ως τακτική συγκοινωνία μεταξύ δύο χωριών στις δασωμένες όχθες του ποταμού. Δεν είχε ιδέα με ποιον τρόπο είχαν κατορθώσει να περάσουν οι Σάιντο, αλλά εκείνος είχε τους Άσα’μαν, που έφτιαχναν πύλες. Το μόνο απομεινάρι του πορθμείου ήταν οι τραχιές πέτρινες αποβάθρες εκατέρωθεν της όχθης, ενώ οι ελάχιστοι οικισμοί που δεν είχαν καεί, ήταν εγκαταλειμμένοι, εκτός από τρία κοκαλιάρικα αγριόσκυλα, τα οποία είχαν κρυφτεί τρομαγμένα στη θέα των ανθρώπων. Ο θυμός σφυρηλατήθηκε κι άρχισε να παίρνει τη μορφή σφύρας.