Выбрать главу

Το προηγούμενο πρωί, είχε εμφανιστεί σε ένα μικρό χωριό, όπου μια χούφτα αποσβολωμένοι άνθρωποι με βρώμικα πρόσωπα κοιτούσαν έκπληκτοι τους εκατοντάδες λογχοφόρους και τοξότες να βγαίνουν από το δάσος με το πρώτο φως της αυγής, πίσω από τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν και την άλικη Λυκοκεφαλή, τα Ασημένια Άστρα της Γκεάλνταν και το Χρυσό Γεράκι του Μαγιέν, ακολουθούμενοι από μια πομπή αμαξών με ψηλές ρόδες κι ολόκληρες σειρές νεόλεκτων ίππων. Με το που πρόσεξαν για πρώτη φορά τον Γκαούλ και τους υπόλοιπους Αελίτες, τα πόδια τους συνήλθαν από την παράλυση κι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι προς τις συστάδες των δέντρων. Ήταν δύσκολο ακόμα και να πιαστούν για να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Προτιμούσαν να τρέξουν μέχρι τελικής πτώσεως, παρά να αφήσουν Αελίτη να τους πλησιάσει. Το Μπράιταν ήταν μια ντουζίνα οικογένειες όλο κι όλο, όμως οι Σάιντο είχαν πάρει μαζί τους εννέα νεαρούς και νεαρές μαζί με τα ζωντανά τους πριν από δύο μέρες. Δύο μέρες. Η σφύρα ήταν εργαλείο με συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους.

Ο Πέριν ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικός, ειδάλλως θα έχανε τη Φάιλε για πάντα, κάτι που εντούτοις θα μπορούσε να συμβεί όσο προσεκτικός κι αν ήταν. Μόλις χτες, πρωί-πρωί, είχε πει σε όσους θα πήγαιναν για ανίχνευση ότι έπρεπε να προχωρήσουν περισσότερο από άλλες φορές, να ψάξουν πιο σχολαστικά και να επιστρέψουν ύστερα από έναν πλήρη κύκλο του ήλιου, εκτός αν στο μεταξύ ανακάλυπταν τους Σάιντο. Ο ήλιος θα ανέτελλε σε λίγο και, μερικές ώρες μετά, ο Ιλάυας με τον Γκαούλ και τους άλλους θα επέστρεφαν, ενώ οι Κόρες κι οι άντρες που ο Πέριν γνώριζε από τους Δύο Ποταμούς θα ανίχνευαν μια σκιά μέσα στα νερά. Μπορεί οι Σάιντο να κινούνταν γοργά, αλλά οι ανιχνευτές ήταν πιο γρήγοροι. Δεν παρακωλύονταν από οικογένειες, άμαξες κι αιχμαλώτους. Αυτή τη φορά, θα είχαν τη δυνατότητα να του πουν επακριβώς τη θέση των Σάιντο. Ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Η βεβαιότητα έρρεε στις φλέβες του. Θα έβρισκε τη Φάιλε και θα την ελευθέρωνε. Αυτός ήταν ο απώτερος στόχος, σημαντικότερος κι από την ίδια τη ζωή του, αρκεί να ζούσε αρκετά για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ωστόσο, είχε γίνει κι ο ίδιος σφύρα πλέον, κι ο μόνος τρόπος για να πετύχει —ο μόνος τρόπος, κυριολεκτικά— ήταν να σφυροκοπήσει τους Σάιντο μέχρι να τους μετατρέψει σε συντρίμμια.

Πετώντας στο πλάι τις κουβέρτες, ο Πέριν φόρεσε ξανά τα γάντια του, μάζεψε το τσεκούρι του —μια λάμα σε σχήμα ημισελήνου, που ισορροπούσε σε μια βαριά ράβδο— από το σημείο όπου το είχε ακουμπήσει, και βγήκε, πατώντας στο παγωμένο χιόνι. Οι άμαξες στέκονταν γύρω του σε σειρές, στο σημείο όπου κάποτε θα πρέπει να βρίσκονταν τα χωράφια του Μπράιταν. Η άφιξη περισσότερων ξένων, τόσο πολλών, με τα όπλα και τα αλλόκοτα λάβαρά τους, ήταν κάτι που οι επιζώντες του μικρού χωριού δεν μπορούσαν να χωνέψουν εύκολα. Ο Πέριν άφησε τα κακομοιριασμένα υπολείμματα του χωριού να δραπετεύσουν στο δάσος, κουβαλώντας στις πλάτες τους και σε συρόμενα έλκηθρα όσα από τα υπάρχοντά τους είχαν κατορθώσει να διασώσουν. Το έβαλαν στα πόδια σαν να είχαν δεί στο πρόσωπο του Πέριν έναν ακόμη Σάιντο, δίχως να κοιτάξουν πίσω τους, από φόβο μήπως τους ακολουθούσε.

Καθώς περνούσε τη λαβή του τσεκουριού μέσα από την παχιά θηλιά της ζώνης του, μια βαθύτερη σκιά δίπλα σε μια κοντινή άμαξα άρχισε να μεγαλώνει, μέχρι που ξεκαθάρισε, κι εμφανίστηκε ένας άντρας τυλιγμένος με μανδύα που φάνταζε σκούρος στο σκοτάδι. Ο Πέριν δεν εξεπλάγη. Οι σειρές των αλόγων από δίπλα ανέδιδαν μια έντονη μυρωδιά από χιλιάδες ζώα, άλογα, υποζύγια και ζωντανά που έσερναν άμαξες, πέρα από τη γλυκερή αποφορά της κοπριάς, αλλά τα ρουθούνια του Πέριν είχαν πιάσει ήδη τη μυρωδιά του άλλου άντρα με το που είχε ξυπνήσει. Η αντρική οσμή πάντα ξεχώριζε. Επιπλέον, ο Άραμ βρισκόταν πάντα εκεί όταν ξυπνούσε ο Πέριν, αναμένοντας. Το ασθενικό δρεπάνι της σελήνης, χαμηλά στον ορίζοντα, παρείχε αρκετό φως για να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αν κι όχι πολύ καθαρά, καθώς και το μπρούντζινο σφαίρωμα του ξίφους του, το οποίο έγερνε λοξά πάνω από τον ώμο του. Ο Άραμ ήταν Μάστορας κάποτε, αλλά ο Πέριν δεν πίστευε πως μπορούσε να ξαναγίνει, αν και φορούσε το χαρακτηριστικό πανωφόρι των Μαστόρων με τις ζωηρές ρίγες. Τώρα που οι σκιές του φεγγαριού δεν μπορούσαν να το κρύψουν, πρόσεξε πως το πρόσωπο του Άραμ είχε κάτι που έμοιαζε με βλοσυρή σκληράδα. Η στάση του έδειχνε ότι ήταν σχεδόν έτοιμος να τραβήξει το ξίφος του· από τότε που είχαν απαγάγει τη Φάιλε, η οργή έμοιαζε να είναι μόνιμο συστατικό της μυρωδιάς του. Πολλά άλλαξαν από τότε που είχαν απαγάγει τη Φάιλε. Σε κάθε περίπτωση, ο Πέριν κατανοούσε την οργή, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από την απαγωγή.