Выбрать главу

«Θέλουν να σε δουν, Άρχοντα Πέριν», είπε ο Άραμ, τινάζοντας το κεφάλι του προς την κατεύθυνση δύο θολών μορφών λίγο πιο κάτω, ανάμεσα στις σειρές με τις άμαξες. Τα λόγια του σχημάτισαν μια αδιόρατη ομίχλη στον παγωμένο αέρα. «Τους είπα να σε αφήσουν να κοιμηθείς». Ήταν λάθος που ο Άραμ τον φρόντιζε τόσο πολύ χωρίς να του το έχει ζητήσει.

Δοκιμάζοντας τον αέρα, ο Πέριν ξεχώρισε τις οσμές των δύο σκιών από την οσμή των αλόγων που έτεινε να τις επικαλύψει. «Θα τους δω. Ετοίμασέ μου τον Γοργοπόδη, Άραμ». Προσπαθούσε να βρίσκεται ήδη καβάλα στο άλογο, προτού ξυπνήσει ο υπόλοιπος καταυλισμός, εν μέρει επειδή δεν άντεχε να παραμένει άπραγος για πολλή ώρα. Άλλωστε, έτσι, δεν θα έπιανε ποτέ τους Σάιντο. Από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο απέφευγε την παρέα συγκεκριμένων ατόμων. Δεν θα είχε αντίρρηση να ακολουθήσει τους ιχνηλάτες του, αν οι άντρες κι οι γυναίκες που έκαναν αυτή τη δουλειά δεν ήταν πολύ καλύτεροι από τον ίδιο.

«Μάλιστα, Άρχοντά μου». Μια τραχύτητα φάνηκε στην οσμή του Άραμ καθώς ο τελευταίος ξεμάκραινε στο χιόνι, αλλά ο Πέριν μόλις που την πρόσεξε. Μόνο κάτι εξαιρετικά σημαντικό θα ανάγκαζε τον Σέμπαν Μπάλγουερ να βγει από τις κουβέρτες του νυχτιάτικα. Όσο για τη Σελάντε Νταρένγκιλ...

Ο Μπάλγουερ φάνταζε λιπόσαρκος ακόμα και μέσα σ’ αυτόν τον ογκώδη μανδύα, ενώ η βαθιά κουκούλα κάθε άλλο παρά έκρυβε το σκελετωμένο πρόσωπό του. Μολονότι στεκόταν ευθυτενής, διόλου καμπουριαστός, ήταν —στην καλύτερη περίπτωση— ένα χέρι ψηλότερος από την Καιρχινή, που μόνο ψηλή δεν μπορούσε να θεωρηθεί. Έχοντας τα μπράτσα τυλιγμένα γύρω από τον κορμό του, πηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο, πασχίζοντας να αποφύγει την παγωνιά που διαπερνούσε τις μπότες του. Η Σελάντε, ντυμένη μ’ ένα σκούρο αντρικό πανωφόρι και παντελόνι, κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια να αγνοήσει τη θερμοκρασία παρά τον ανάλαφρο, λευκό αχνό που σημάδευε κάθε της ανάσα. Έτρεμε, όμως κατάφερνε να δείχνει κορδωμένη, με τη μία πλευρά του μανδύα της πεταμένη προς τα πίσω και το χέρι με το γάντι στη λαβή του σπαθιού της. Η κουκούλα του μανδύα της ήταν επίσης χαμηλωμένη, αποκαλύπτοντας κοντοκουρεμένα μαλλιά, με εξαίρεση την ουρά στο πίσω μέρος, η οποία ήταν δεμένη στον σβέρκο με μια μαύρη κορδέλα. Η Σελάντε ηγούνταν αυτών των τρελών που ήθελαν να μιμηθούν τους Αελίτες, Αελίτες με ξίφη. Η μυρωδιά της ήταν μαλακή και παχύρρευστη σαν ζελέ. Ανησυχούσε. Ο Μπάλγουερ μύριζε... προσήλωση... κάτι πολύ συνηθισμένο, παρ’ ότι σπάνια έδειχνε ενθουσιασμό. Χαρακτηριζόταν κυρίως από αυτοσυγκέντρωση.

Ο λιπόσαρκος, μικροκαμωμένος άντρας έπαψε να αναπηδάει κι έκανε μια κοφτή και βεβιασμένη υπόκλιση. «Η Αρχόντισσα Σελάντε φέρνει μαντάτα που νομίζω πως είναι καλύτερα να ακούσεις από τα ίδια της τα χείλη, Άρχοντά μου». Η λεπτή φωνή του Μπάλγουερ ήταν ξερή και ακριβής, όπως κι ο ίδιος. Ο τόνος της φωνής του δεν θα διέφερε ακόμα κι αν είχε το κεφάλι του στη λαιμητόμο. «Αρχόντισσά μου, θα είχατε την καλοσύνη;» Δεν ήταν παρά ο γραμματέας της Φάιλε και του Πέριν, ένας ιδιότροπος και ντροπαλός τύπος, κι η Σελάντε μια ευγενής, αλλά τα λόγια του Μπάλγουερ ακούστηκαν πιότερο σαν έκκληση.

Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα απότομο και κοφτό βλέμμα, μετακινώντας το ξίφος της, κι ο Πέριν ετοιμάστηκε να την αρπάξει. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως θα προκαλούσε τον άντρα, από την άλλη όμως δεν ήταν καν σίγουρος για την αφεντιά της ή για κάποιον από τους γελοίους φίλους της, ώστε να μη δώσει σημασία. Ο Μπάλγουερ απέμεινε να την παρατηρεί με το κεφάλι γερμένο στη μια πλευρά, ενώ η οσμή που ανέδιδε, φανέρωνε ανυπομονησία, όχι ενδιαφέρον.

Τινάζοντας το κεφάλι της, η Σελάντε έστρεψε την προσοχή της στον Πέριν. «Σε βλέπω, Άρχοντα Πέριν Χρυσομάτη», ξεκίνησε να λέει με την κατσαρή προφορά της Καιρχίν, αλλά έχοντας υπ’ όψιν της ότι ο άντρας δεν είχε πολλή υπομονή με την προσποιητή τυπικότητα των Αελιτών, βιάστηκε να συνεχίσει. «Τρία πράγματα πληροφορήθηκα απόψε. Πρώτον, και λιγότερο σημαντικό, ο Χάβιαρ ανέφερε πως ο Μασέμα έστειλε χτες άλλον έναν καβαλάρη πίσω, στην Αμαδισία. Ο Νέριον προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά τον έχασε».

«Πες στον Νέριον ότι διέταξα να μην ακολουθήσει κανέναν», της αποκρίθηκε κοφτά ο Πέριν. «Να το μεταβιβάσεις και στον Χάβιαρ. Πρέπει να το έχουν υπ’ όψιν τους! Υποχρέωση τους είναι να αναφέρουν μόνο όσα βλέπουν κι ακούνε, τίποτα περισσότερο. Κατανοητό;» Η Σελάντε ένευσε γοργά, κι ένα αγκάθι φόβου ξεπήδησε προς στιγμή στη μυρωδιά της. Φόβου απέναντι του, υπέθεσε ο Πέριν, φόβου μήπως είχε θυμώσει μαζί της. Τα κίτρινα μάτια σε έναν άντρα έκαναν μερικούς ανθρώπους να νιώθουν άβολα. Τράβηξε τα χέρια του από το τσεκούρι και τα ένωσε πίσω από την πλάτη του.