Выбрать главу

Ο Χάβιαρ κι ο Νέριον συγκαταλέγονταν στις δύο ντουζίνες τρελαμένων νεαρών της Φάιλε, ο ένας Δακρυνός, ο άλλος Καιρχινός. Η Φάιλε χρησιμοποιούσε τους περισσότερους από δαύτους ως κατασκόπους, κάτι που εξακολουθούσε να τον εξοργίζει για κάποιο λόγο, παρ’ όλο που του είχε πει κατάμουτρα πως η κατασκοπεία ήταν γυναικεία δουλειά. Ο άντρας πρέπει να έχει τεταμένη την προσοχή του όταν νομίζει πως η γυναίκα του αστειεύεται, γιατί μπορεί να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η όλη έννοια της κατασκοπείας τον έκανε να νιώθει άβολα, αλλά αν τους χρησιμοποιούσε η Φάιλε, το ίδιο μπορούσε να κάνει κι ο σύζυγός της σε περίπτωση ανάγκης. Αυτούς τους δύο μόνο. Ο Μασέμα έμοιαζε πεπεισμένος πως όλοι, πλην των Σκοτεινόφιλων, θα τον ακολουθούσαν μοιρολατρικά αργά ή γρήγορα, αλλά μπορεί να υποψιαζόταν κάτι αν αυτοί που άφηναν τον καταυλισμό του Πέριν, για να ενωθούν μαζί του, ξεπερνούσαν έναν ορισμένο αριθμό.

«Μην τον αποκαλείς Μασέμα, ούτε καν εδώ», πρόσθεσε τραχιά. Τελευταία, ο άντρας που ισχυριζόταν πως ήταν ο Μασέμα Ντάγκαρ, είχε νεκραναστηθεί από τον τάφο υπό τον τίτλο Προφήτης του Άρχοντα Αναγεννημένου Δράκοντα, κι είχε καταντήσει μυγιάγγιχτος στην αναφορά του πρότερου ονόματός του. «Σε περίπτωση που η γλώσσα προτρέξει της σκέψης σου σε λάθος μέρος, θα είσαι πολύ τυχερή αν τη γλιτώσεις με μερικά μαστιγώματα από τα πρωτοπαλίκαρά του, αν τυχόν σε πετύχουν μοναχή σου». Η Σελάντε ένευσε ξανά, σοβαρά αυτή τη φορά και χωρίς την παραμικρή οσμή φόβου. Μα το Φως, αυτοί οι ηλίθιοι της Φάιλε αδυνατούσαν ακόμα και να αναγνωρίσουν όσα έπρεπε να φοβούνται.

«Σχεδόν ξημέρωσε», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ, αναρριγώντας και τυλίγοντας πιο σφικτά το κορμί του με τον μανδύα. «Όπου να ’ναι, θα ξυπνήσουν όλοι και μερικά θέματα είναι καλύτερα να συζητιούνται δίχως την παρουσία άλλων. Θα επιθυμούσε η Αρχόντισσα να συνεχίσει;» Για άλλη μία φορά, ήταν κάτι παραπάνω από απλή υπόδειξη. Η Σελάντε και τα υπόλοιπα τσιράκια της Φάιλε ήταν καλοί μονάχα στο να προκαλούν προβλήματα, κάτι που ο Πέριν έβλεπε ξεκάθαρα, κι ο Μπάλγουερ προσπαθούσε για κάποιο λόγο να την τσιγκλήσει, αλλά η γυναίκα φάνηκε ξαφνιασμένη κι αμήχανη, μουρμουρώντας μια συγγνώμη.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως, πράγματι, το σκοτάδι είχε αρχίσει να αραιώνει, στα δικά του μάτια τουλάχιστον. Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια τους εξακολουθούσε να είναι σκοτεινός και διάστικτος από λαμπερά άστρα, αλλά μπορούσε σχεδόν να διακρίνει τα χρώματα των έξι λεπτών λωρίδων που διέσχιζαν το μπροστινό μέρος του πανωφοριού της Σελάντε. Αν μη τι άλλο, τις ξεχώριζε. Η συνειδητοποίηση ότι είχε κοιμηθεί αργότερα απ’ ό,τι συνήθως τον έκανε να γρυλίσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να υποκύψει στην κούραση, όσο εξαντλημένος κι αν ήταν! Έπρεπε οπωσδήποτε να ακούσει την αναφορά της Σελάντε —η οποία μάλλον δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον Μασέμα, επειδή ξαπόστειλε τους καβαλάρηδες, μια και το έκανε σχεδόν κάθε μέρα— αλλά η ματιά του πλανιόταν τριγύρω ανήσυχη, ψάχνοντας τον Άραμ και τον Γοργοπόδη. Στα αυτιά του έφταναν οι ζωηροί ήχοι από τις σειρές των αλόγων, αλλά δεν έβλεπε κανένα σημάδι του δικού του.

«Δεύτερον, Άρχοντά μου», είπε η Σελάντε. «Ο Χάβιαρ πρόσεξε ολόκληρα βαρέλια παστών ψαριών και βοδινού με Αλταρανές σφραγίδες. Λέει πως, ανάμεσα στους ανθρώπους του Μασέ... του Προφήτη, βρίσκονται κι Αλταρανοί. Οι περισσότεροι μοιάζουν με απλούς τεχνίτες, αλλά ένας-δύο μπορεί κάλλιστα να είναι έμποροι ή αξιωματούχοι της πόλης. Καταξιωμένοι κι ευυπόληπτοι άντρες και γυναίκες δηλαδή, μερικοί εκ των οποίων δείχνουν αβέβαιοι για την απόφαση που πήραν. Μερικές ερωτήσεις μπορούν να μας αποκαλύψουν από πού προήλθαν τα ψάρια και το βοδινό. Ίσως, μάλιστα, να έχεις κέρδος μερικούς ακόμη κατασκόπους».

«Γνωρίζω πολύ καλά, όπως κι εσύ, από πού προήλθαν τα ψάρια και το βοδινό», απάντησε νευριασμένα ο Πέριν. Τα χέρια του σχημάτισαν γροθιές πίσω από την πλάτη του. Ήλπιζε πως, με την ταχύτητα που κινούνταν, θα ανάγκαζε τον Μασέμα να μη στείλει ομάδες επιδρομών, γιατί για τέτοιες επρόκειτο. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν εξίσου μοχθηροί με τους Σάιντο, ίσως χειρότεροι. Έδιναν στον κόσμο μια ευκαιρία να ορκιστεί πίστη στον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι όσοι αρνούνταν ή απλώς παρουσιάζονταν διστακτικοί, πέθαιναν με φωτιά κι ατσάλι. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι όσοι ορκίζονταν, ασχέτως αν ακολουθούσαν τελικά τον Μασέμα ή όχι, έδιναν μια γενναιόδωρη προσφορά ως υποστήριξη στο έργο του Προφήτη, ενώ όσοι πέθαιναν, θεωρούνταν Σκοτεινόφιλοι και τα υπάρχοντά τους κατάσχονταν. Σύμφωνα με τους νόμους του Μασέμα, ένας κλέφτης έχανε το χέρι του, αλλά τίποτε απ’ όσα έκαναν οι επιδρομείς του δεν θεωρούνταν κλοπή. Σύμφωνα με τους νόμους του, ο φόνος και διάφορα άλλα εγκλήματα τιμωρούνταν διά απαγχονισμού, αλλά δεν ήταν λίγοι οι ακόλουθοι του που προτιμούσαν να φονεύσουν παρά να εξαναγκαστούν σε όρκους πίστης. Έτσι, υπήρχε επιπλέον πλιάτσικο, άσε που για μερικούς από δαύτους ο φόνος ήταν ωραιότατο παιχνίδι πριν από το γεύμα.