Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ παρακολουθούσε ανήμπορος καθώς οι φρουροί τραβούσαν τους φυλακισμένους, και τον Σάγκλιν μαζί, στην πλαϊνή πόρτα όπου περίμενε η άμαξα για να τους παραλάβει.
Γρήγορα άρχισε πάλι η καταβολή φόρων, και ο Όλιβερ με τον εξαγριωμένο Λούθιεν επέστρεψαν από το τριφόριο στον κρυφό διάδρομο και από εκεί έφτασαν στ’ ανοίγματα που έβλεπαν στον προθάλαμο. Περίμεναν να βγει έξω ένας από τους εμπόρους που είχε μόλις πληρώσει τους φόρους του και μετά κατέβηκαν στο μικρό δωμάτιο. Ο Όλιβερ, αφού μάζεψε την αρπάγη και την έκρυψε, έφτιαξε τα ρούχα και τα πέπλα του κάνοντας νόημα στον Λούθιεν να φύγουν.
Οι Κυκλωπιανοί φρουροί πέταξαν κάποιο πονηρό σχόλιο καθώς περνούσε ο “έμπορος” με την παρθένα κόρη του, αλλά ο Λούθιεν σχεδόν δεν τους άκουσε. Δεν είπε λέξη μέχρι που γύρισαν στο Τάινι Άλκοουβ, και εκεί άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο σαν λιοντάρι στο κλουβί.
Ο Όλιβερ, που φορούσε ακόμη τα γυναικεία ρούχα, του είπε ότι κοντεύει να μεσημεριάσει κι ότι σε λίγο θα ανοίξει το Ντουέλφ, αλλά ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία, σαν να μην είχε ακούσει.
«Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα!» φώναξε τελικά ο Όλιβερ πηδώντας πάνω σε μια καρέκλα μπροστά στον Λούθιεν, για να βρίσκεται κοντά του πρόσωπο με πρόσωπο. «Απολύτως τίποτα!»
«Τον πήγαν στα ορυχεία», είπε ο Λούθιεν στρεφόμενος από την άλλη μεριά, χωρίς να δώσει πάλι σημασία στον Όλιβερ. «Αφού λοιπόν πήγαν τον Σάγκλιν στα ορυχεία, θα πάω κι εγώ εκεί».
«Μα τις παρθένες του Άβον!» μουρμούρισε ο Όλιβερ. Κάθισε στην καρέκλα και τράβηξε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της περούκας πάνω από τα μάτια του.
20
Η αξία ενός φίλου
Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν περίμεναν πάνω από μια ώρα κρυμμένοι πίσω από μερικούς μεγάλους βράχους, μισό χιλιόμετρο έξω από το νότιο τείχος του Μόντφορτ. Από κάτω τους περνούσε ο στενός δρόμος που οδηγούσε στα ορυχεία. Ο Ριβερντάνσερ και ο Θρεντμπέαρ βοσκούσαν σε ένα μικρό λιβάδι εκεί κοντά, χαρούμενοι που έβγαιναν επιτέλους από τους στάβλους και την πόλη. Ο Όλιβερ είχε εξηγήσει στον Λούθιεν ότι η άμαξα με τους σκλάβους δεν θα έφευγε από την πόλη παρά μόνο αφού τελείωνε η καταβολή των φόρων, για την περίπτωση που θα υπήρχαν κι άλλοι “εθελοντές” που προτιμούσαν να δουλέψουν στα ορυχεία αντί να πληρώσουν τη βαριά φορολογία.
Ο Λούθιεν σκόπευε να χτυπήσει την άμαξα σε εκείνο το σημείο, πολύ πριν φτάσει στα ορυχεία, ο Όλιβερ όμως ήξερε ότι αυτό θα ήταν αδύνατο.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ σκυθρώπιασε όταν τελικά εμφανίστηκε η άμαξα, με μια συνοδεία είκοσι Κυκλωπιανών πάνω σε αλογόχοιρους.
«Και τώρα μπορούμε να γυρίσουμε στο Ντουέλφ;» ρώτησε ο κουρασμένος Όλιβερ, αλλά από το αποφασιστικό ύφος του Λούθιεν καθώς πήγαινε να πάρει το άλογό του, κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο.
Πήραν τον δρόμο σε αρκετή απόσταση πίσω από την άμαξα, που μερικές φορές την έβλεπαν μπροστά τους στον δρόμο, όταν εκείνη περνούσε από κάποιο ανοιχτό τόπο.
«Αυτό που θέλεις να κάνεις δεν είναι καθόλου έξυπνο», επανέλαβε ο Όλιβερ πολλές φορές, αλλά ο Λούθιεν δεν του απάντησε. Λίγο αργότερα, ενώ είχαν γύρω στα πέντε χιλιόμετρα πορείας ακόμη, ο Όλιβερ σταμάτησε ξαφνικά τον Θρεντμπέαρ. Ο Λούθιεν συνέχισε γύρω στα είκοσι μέτρα μόνος του, ώσπου τελικά να το αντιληφθεί, να γυρίσει και να κοιτάξει επικριτικά τον φίλο του.
«Ο νάνος…» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε αμέσως βλέποντας ότι ο Όλιβερ, αφού σήκωσε το χέρι του, έμεινε έτσι για μερικές στιγμές με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι γερμένο λίγο προς τα πίσω, σε μια στάση λες και οσφραινόταν τον αέρα.
Ξαφνικά ο μικρόσωμος άνδρας φτέρνισε τον Θρεντμπέαρ, που όρμησε στο πλάι του δρόμου, πέρασε μέσα από τους θάμνους και εξαφανίστηκε. Ο Λούθιεν τον κοίταξε κατάπληκτος για μια στιγμή, μετά όμως άκουσε κι αυτός καλπασμό αλογόχοιρων. Ο ήχος ερχόταν από τον δρόμο μπροστά τους.
Δεν προλάβαινε να τρέξει προς το άνοιγμα των θάμνων όπου είχε περάσει ο Όλιβερ! Έτσι, με το κεφάλι του σκυμμένο δίπλα στην χαίτη του αλόγου, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ κάνοντάς τον να καλπάσει με κατεύθυνση προς το Μόντφορτ. Χρειάστηκε να διανύσει ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι να βρει ένα σημείο από όπου μπορούσε να βγει από τον δρόμο. Ο Ριβερντάνσερ χώθηκε σε μια ρεματιά και πήδησε έναν πέτρινο τοίχο. Ο Λούθιεν κατέβηκε από τη σέλα και έπιασε τα χαλινάρια προσπαθώντας να ηρεμήσει το ταραγμένο άλογο.