Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας όμως, γιατί η ομάδα των Κυκλωπιανών πέρασε με ορμητικό καλπασμό, ενώ ο εκκωφαντικός θόρυβος από τα ποδοβολητά των αλογόχοιρων και τις ρόδες της άδειας άμαξας που έσερναν πίσω τους, έπνιξε κάθε άλλον ήχο.
Μετά από μερικές βαθιές ανάσες, ο Λούθιεν έβγαλε πάλι τον Ριβερντάνσερ στο δρόμο, περίμενε λίγο για να βεβαιωθεί ότι οι μονόφθαλμοι είχαν περάσει και μετά ξεκίνησε με καλπασμό προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα ορυχεία. Βρήκε τον Όλιβερ ακριβώς στο σημείο όπου τον είχε αφήσει.
«Καιρός ήταν», παραπονέθηκε ο χάφλινγκ. «Πρέπει να βρούμε τον νάνο πριν τον κατεβάσουν στα κάτω ορυχεία. Όταν κατεβεί εκεί πέρα…» Ο Όλιβερ δεν έκανε τον κόπο να τελειώσει τη φράση του, καθώς ο Λούθιεν τον είχε προσπεράσει ήδη καλπάζοντας.
Η είσοδος του ορυχείου δεν ήταν παρά μια απλή τρύπα στην πλαγιά του βουνού, που τα πλαϊνά της στηρίζονταν από βαριά, ξύλινα δοκάρια. Οι δυο φίλοι έδεσαν τα άλογά τους σε αρκετή απόσταση έξω από τον στενό δρόμο και κρύφτηκαν αθόρυβα πίσω από μερικούς θάμνους, σε ένα σημείο από όπου έβλεπαν την τρύπα. Δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί τριγύρω, ούτε φαινόταν καμιά άλλη κίνηση.
«Δεν υπάρχει μεγάλη φρουρά», είπε ο Λούθιεν.
«Γιατί να υπάρχει;» απάντησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους και ετοιμάστηκε να βγει από την κρυψώνα τους, αλλά ο Όλιβερ τον σταμάτησε πιάνοντάς τον από το χέρι. Ο νέος τον κοίταξε και ο χάφλινγκ του έδειξε μια δεύτερη τρύπα λίγο πιο κάτω στη βουνοπλαγιά, στα δεξιά της εισόδου των ορυχείων.
«Μπορεί εκεί να μένουν οι φρουροί», ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Ή μπορεί να κρατάνε εκεί τους φυλακισμένους πριν τους στείλουν κάτω».
Ο Λούθιεν κοίταζε από τη μια είσοδο στην άλλη. «Ποια από τις δύο;» ρώτησε τελικά γυρίζοντας στον φίλο τους.
Εκείνος άπλωσε τα χέρια σε μια χειρονομία άγνοιας, αλλά τελικά έδειξε την κύρια είσοδο του ορυχείου. «Ακόμη και αν ο Σάγκλιν δεν έχει φτάσει ως τώρα εκεί μέσα, πρέπει και πάλι να τον περάσουν από αυτή την είσοδο για να τον κατεβάσουν κάτω».
Ο Λούθιεν πλησίασε στην πλαγιά, με τον Όλιβερ πίσω του. Κατέβασε χαμηλά στο πρόσωπο την κουκούλα του πορφυρού μανδύα και άρχισε να προχωρεί αργά. Όταν έφτασε στην είσοδο σταμάτησε. Το τούνελ ήταν σκοτεινό, πολύ σκοτεινό, για τούτο έπρεπε να περιμένει λίγο να προσαρμοστούν τα μάτια του. Ακόμη και τότε, όμως, μόλις που διέκρινε κάποια σχήματα μέσα στο σκοτάδι.
Σήκωσε μια άκρη του μανδύα και ο Όλιβερ χώθηκε από κάτω. Προχωρώντας και οι δύο μαζί, μπήκαν στο ορυχείο. Έστριψαν σε μια γωνία. Ήταν ένας πλευρικός διάδρομος που έστριβε δεξιά, οδηγώντας μάλλον μέσω άλλων τούνελ στη δεύτερη είσοδο του ορυχείου. Όμως, πιο κάτω στον διάδρομο όπου βρίσκονταν ήδη, είδαν να τρεμοπαίζει το φως ενός δαυλού και άκουσαν βαριά βήματα να πλησιάζουν.
Μπήκαν αμέσως στη πλαϊνή στοά, παίρνοντας θέση έτσι που να μπορούν να παρακολουθούν το κύριο τούνελ. Ο Λούθιεν έβγαλε το τόξο του και το συναρμολόγησε αστραπιαία, ενώ ο Όλιβερ είχε πέσει μπρούμυτα στο έδαφος και κοίταζε από τη γωνία.
Το φως των δαυλών δυνάμωσε. Δυο Κυκλωπιανοί έστριψαν από την παρακάτω γωνία μιλώντας μεταξύ τους. Ο Όλιβερ έδειξε δύο δάχτυλα στον Λούθιεν και κράτησε το χέρι του ψηλά, έτοιμος να του κάνει σήμα για την επίθεση.
Ο Μπέντγουιρ τράβηξε πίσω τη χορδή. Το φως πλησίασε, το ίδιο και ο ήχος των βημάτων. Όταν ο Όλιβερ κατέβασε ξαφνικά το χέρι ο Λούθιεν πήδησε δίπλα στον χάφλινγκ με το τόξο έτοιμο και εκτόξευσε το βέλος.
Οι Κυκλωπιανοί, απέχοντας μόνο τρία-τέσσερα μέτρα, αναπήδησαν τρομαγμένοι.
Ο Λούθιεν αστόχησε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, κι όμως, καθώς ο Κυκλωπιανός που είχε σκοπεύσει, αναπήδησε από τον φόβο γυρίζοντας το σώμα του και σηκώνοντας το χέρι, το βέλος πέρασε κάτω από τη μασχάλη του προκαλώντας του μόνο μια απλή γρατσουνιά.
Ο Λούθιεν απέμεινε άναυδος να κοιτάζει το τόξο σαν να τον είχε εκείνο ξεγελάσει. Οι Κυκλωπιανοί όρμησαν γρυλίζοντας, και αν ο Όλιβερ δεν είχε πεταχτεί μπροστά για να τους σταματήσει, σίγουρα θα είχαν σκοτώσει τον νεαρό.
Το ξίφος και το μεν-γκος άρχισαν τον τρελό χορό τους, και ο Όλιβερ τραυμάτισε τον πιο κοντινό Κυκλωπιανό στα πλευρά, προκαλώντας μια αμυχή στον δεύτερο πριν ακόμα οι δυό τους αντιληφθούν καλά-καλά τι είχε γίνει.
Ο τραυματισμένος Κυκλωπιανός, κρατώντας το ξίφος με το χέρι του κολλημένο στο πλευρό του, προσπάθησε να χτυπήσει τον Όλιβερ με τον δαυλό που κρατούσε. Ο σύντροφός του έκανε ένα βήμα πίσω πριν περάσει κι αυτός στην επίθεση, εκτοξεύοντας βρισιές και βλαστήμιες και κραδαίνοντας ένα βαρύ ρόπαλο.
Ο Όλιβερ, κυλώντας αριστερά χώθηκε πάλι στη στοά. Ο Λούθιεν, που είχε τραβήξει στο μεταξύ το ξίφος του, ακολούθησε τον Όλιβερ μέσα στο τούνελ με μια βουτιά. Ο Κυκλωπιανός με το ρόπαλο ακολουθούσε κατά πόδας τον Όλιβερ, αλλά το στόμα του άνοιξε από κατάπληξη όταν χώθηκε στο στήθος του το ξίφος του νεαρού.