Ο Όλιβερ κυλούσε ακόμα στο έδαφος, αλλά στα μισά της τούμπας αντέστρεψε την κίνησή του έτσι ώστε βρέθηκε μέσα στον κύκλο του δαυλού, που κατέβαζε με μανία ο φρουρός για να τον χτυπήσει. Ο χάφλινγκ τίναξε μπροστά το ξίφος μια φορά, δύο, ενώ ο Κυκλωπιανός οπισθοχωρούσε τρεκλίζοντας και κοιτάζοντας τον Όλιβερ σαν να μην πίστευε ό,τι έβλεπε.
Και μετά σωριάστηκε κάτω νεκρός.
Καθυστέρησαν μόνο μια στιγμή για να σβήσουν τον δαυλό (και για να ρωτήσει ο Όλιβερ: «πώς αστόχησες;»), και μετά προχώρησαν βιαστικά. Γρήγορα είδαν κι άλλα φώτα από δαυλούς μπροστά τους.
Το τούνελ τελείωνε σε ένα μικρό πλάτωμα γύρω στα δέκα μέτρα πάνω από το δάπεδο ενός μεγάλου υπόγειου θαλάμου με οβάλ σχήμα, όπου οι δυο φίλοι είδαν πέντε Κυκλωπιανούς και, προς μεγάλη τους ανακούφιση, δύο νάνους, ο ένας από τους οποίους είχε φουντωτή, κατάμαυρη γενειάδα και φορούσε αμάνικο, δερμάτινο χιτώνιο. Ήταν και οι δύο δεμένοι με αλυσίδες στους καρπούς και στους αστραγάλους και περιτριγυρισμένοι από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς. Η ομάδα στεκόταν κοντά στην απέναντι πλευρά της αίθουσας, μπροστά σε μια μεγάλη τρύπα που έχασκε στο έδαφος. Πάνω από αυτό το άνοιγμα κρεμόταν ένα βίντσι, δεμένο με χοντρό σχοινί που κατέληγε σε κάποιον μηχανισμό με μανιβέλα ο οποίος βρισκόταν δίπλα στο άνοιγμα, ενώ άλλα δύο σχοινιά χάνονταν μέσα στην τρύπα.
Ένας Κυκλωπιανός έσκυψε πάνω από την τρύπα κρατώντας το σχοινί και κοίταξε κάτω, ενώ ένας άλλος γύριζε τη μανιβέλα.
Ο Λούθιεν έσκυψε και πέρασε ένα βέλος στη χορδή, αλλά ο Όλιβερ τον κοίταξε ανήσυχα δείχνοντάς του τις δύο πλευρές του καλοφωτισμένου θαλάμου. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις στοές που κατέληγαν σε αυτόν.
Ο Λούθιεν κατάλαβε την ανησυχία του συντρόφου του. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό το ψηλότερο επίπεδο του ορυχείου ήταν για τους φρουρούς, και αυτές οι τρεις στοές, καθώς και αυτή από την οποία μόλις είχαν κατεβεί, μπορεί να γέμιζαν από Κυκλωπιανούς με τους πρώτους ήχους της μάχης.
Από την άλλη μεριά όμως ο Λούθιεν αντιλαμβανόταν επίσης και το σε τι χρησίμευε η τροχαλία. Τα δύο σχοινιά που βρισκόνταν μέσα στην τρύπα σίγουρα συγκρατούσαν μια πλατφόρμα, έτσι, όταν ο Σάγκλιν και ο άλλος νάνος κατέβαιναν κάτω, θα ήταν χαμένοι για πάντα.
Ο Κυκλωπιανός που ήταν σκυμμένος πάνω από την τρύπα έκανε ένα καταφατικό νεύμα φωνάζοντας κάτι. Του απάντησε ένας άλλος φρουρός και μετά ένας δεύτερος, όχι πολύ κάτω από το χείλος της τρύπας.
Ο μονόφθαλμος που είχε μιλήσει τραντάχτηκε ξαφνικά και έπεσε με το κεφάλι μέσα στην τρύπα. Οι τέσσερις άλλοι Κυκλωπιανοί, βλέποντας το βέλος στην πλάτη του συντρόφου τους, στράφηκαν προς την άλλη άκρη της αίθουσας και είδαν πάνω στο πλάτωμα τον Λούθιεν να εκτοξεύει άλλο ένα βέλος, και μετά να πιάνει ένα σχοινί που του πρότεινε ο Όλιβερ. Το βέλος χτύπησε τον μηχανισμό της μανιβέλας χωρίς να κάνει ζημιά, όμως ο Κυκλωπιανός που τη χειριζόταν έπεσε προς τα πίσω στριγγλίζοντας έντρομος.
Ο Όλιβερ είχε εκτοξεύσει την αρπάγη στην οροφή του θαλάμου, καμπόσο μακριά από το πλάτωμα. Ανέβηκε στην πλάτη του Λούθιεν ο οποίος, αφού δίπλωσε το πτυσσόμενο τόξο του, πήδησε πιασμένος από το σχοινί ενώ ο πορφυρός και ο μοβ μανδύας ανέμιζαν πίσω τους καθώς αιωρούνταν. Ο Λούθιεν είχε δώσει τέτοια γωνία στο άλμα ώστε η τροχιά τους να τους φέρει κοντά στη μανιβέλα, την οποία θεωρούσε τον πιο σημαντικό στόχο.
Οι υπολογισμοί του Όλιβερ ως προς το σημείο όπου είχε κολλήσει την αρπάγη ήταν σωστοί, κι αυτό αποδείχθηκε όταν ο Λούθιεν άφησε τον χάφλινγκ να πηδήσει στο έδαφος, μόλις έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο της ημικυκλικής τροχιάς τους. Ο Όλιβερ, πέφτοντας από ένα μέτρο ύψος μόλις, προσγειώθηκε με μερικές ελεγχόμενες, διαδοχικές τούμπες.
Ο Λούθιεν στο μεταξύ συνέχισε την εναέρια πορεία του προς τον Κυκλωπιανό ο οποίος έστεκε κοντά στη μανιβέλα. Όταν πλησίασε, προσπάθησε να κλοτσήσει τον φρουρό, αλλά βρισκόταν πιο ψηλά απ’ ό,τι έπρεπε, γι’ αυτό ο Κυκλωπιανός έσκυψε, με αποτέλεσμα η κλοτσιά να βρει μόνο αέρα. Αυτός ο ελιγμός όμως στοίχισε στον μονόφθαλμο ακριβά, γιατί μόλις κοίταξε κάτω είδε τον Όλιβερ ή πιο συγκεκριμένα τη μύτη του ξίφους του να έρχεται προς το μέρος του. Η λεπτή αιχμή μπήχτηκε στην κοιλιά του κτηνάνθρωπου κατευθυνόμενη προς τα πάνω, ώσπου διαπέρασε τα πνευμόνια του. Ο φρουρός σωριάστηκε κάτω αγκομαχώντας και μην καταφέρνοντας να πάρει ανάσα.
Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να αιωρείται σε νέα κατεύθυνση λόγω της ορμής της κλοτσιάς του, και η αιώρηση τον έφερε ακριβώς πάνω από το άνοιγμα του εδάφους. Κοίταξε μέσα στο φρεάτιο και είδε αυτό που είχε υποψιαστεί: μια μεγάλη πλατφόρμα με μισή ντουζίνα Κυκλωπιανούς που φώναζαν, κρεμόταν γύρω στα πέντε-έξι μέτρα κάτω από το χείλος του ανοίγματος. Όμως η απέναντι πλευρά της τρύπας ήταν ακόμη μακριά όταν έφτασε στο ακρότατο σημείο της διαδρομής του και όταν το σχοινί άρχισε την αναπόφευκτη επιστροφή του προς την άλλη πλευρά — είδε ότι εκεί τον περίμεναν τρεις οπλισμένοι Κυκλωπιανοί.