Выбрать главу

Για να καταλήξει στο απλωμένο χέρι του Λούθιεν.

Ο Λούθιεν γονάτισε αμέσως —ήξερε ότι οι πιο σημαντικές αλυσίδες ήταν εκείνες που έδεναν τους δυο νάνους μεταξύ τους. Στάθηκε τυχερός, το δεύτερο κλειδί άνοιξε την κλειδαριά και ο Λούθιεν πετάχτηκε πάλι πάνω για να αντιμετωπίσει τον Κυκλωπιανό, που πλησίαζε έχοντας ξαναπάρει το ξίφος του.

Παρ’ όλο το πλεονέκτημα που είχαν κερδίσει οι δυο φίλοι, τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ δύσκολα. Ήδη είχαν φανεί δαυλοί να τρεμοσβήνουν σε δύο από τα πλευρικά τούνελ, ενώ στο ένα ακούγονταν φωνές και βαριά βήματα. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην πλατφόρμα κάτω από την αίθουσα δεν έμειναν άπραγοι κι αυτοί. Ένα μονόφθαλμο πρόσωπο φάνηκε στο χείλος του φρεατίου και μετά άλλο ένα λίγο πιο πέρα. Οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν από τα σχοινιά της πλατφόρμας.

Ο δεσμοφύλακας μούγκρισε βλέποντας τα κλειδιά του να πετάνε στον αέρα και όρμησε πάλι μανιασμένος, με τον βαρύ πέλεκυ να χτυπάει δεξιά-αριστερά. Ο Όλιβερ ελισσόταν και πηδούσε χωρίς να επιχειρεί να αποκρούσει το τσεκούρι με το ξίφος ή το μεν-γκος, αφού ήξερε ότι τα δυνατά χτυπήματα του φρουρού ή θα του έσπαγαν τις λεπίδες ή θα του πετούσαν τα όπλα από το χέρι.

Το τσεκούρι κατέβηκε πάλι αναγκάζοντας τον Όλιβερ να πηδήσει αριστερά, κοντά στη μανιβέλα. Αμέσως ανέβηκε πάνω στον άξονα όπου τυλιγόταν το χοντρό σχοινί, αλλά ευθύς πήδησε πάλι προς τα πάνω μαζεύοντας απελπισμένα τα πόδια του, καθώς ο φρουρός προσπάθησε να τον κόψει στα δύο με ένα οριζόντιο χτύπημα. Βλέποντας ότι αστόχησε, ο τύπος έφερε τον πέλεκυ ψηλά πάνω από το κεφάλι του.

Το τσεκούρι κατέβηκε για άλλη μια φορά από πάνω προς τα κάτω, ενώ ο Όλιβερ ήδη ριχνόταν προς τα δεξιά. Η κόψη χτύπησε τον άξονα και χώθηκε βαθιά στην κουλούρα του σχοινιού. Ο βραδύστροφος δεσμοφύλακας ανοιγόκλεισε κατάπληκτος το μάτι του καθώς το παλιωμένο σχοινί κόπηκε και άρχισε να ξετυλίγεται. Συνέχισε να παρακολουθεί ανήμπορος. Η κομμένη άκρη του ξέφυγε από τον άξονα και η πλατφόρμα μαζί με καμιά δεκαριά Κυκλωπιανούς έπεσε στα βάθη του φρεατίου.

«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Όλιβερ.

Ο φρουρός μούγκρισε και προσπάθησε να τον χτυπήσει πάλι με το τσεκούρι, χάνοντας σχεδόν την ισορροπία του από την τρομερή δύναμη που είχε βάλει. Δεν κατάφερε όμως ούτε καν να πλησιάσει τον Όλιβερ, που ήδη είχε πηδήσει πάλι πάνω στον άξονα καθώς ο πέλεκυς περνούσε σφυρίζοντας προς την άλλη μεριά. Από το ψηλό σημείο όπου βρισκόταν τώρα ο Όλιβερ, χτύπησε ίσια μπροστά με το ξίφος, πετυχαίνοντας το μεγάλο μάτι του Κυκλωπιανού.

Ο τυφλωμένος δεσμοφύλακας άρχισε να χτυπάει τυχαία από δω κι από κει, με το τσεκούρι του να προσκρούει πότε στο έδαφος και πότε πάνω στη μανιβέλα. Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε κυλώντας, απολαμβάνοντας το θέαμα (φτάνει να μην τον πλησίαζε το τσεκούρι!) και σιγά σιγά, φωνάζοντας πειράγματα, κατάφερε να φέρει τον κτηνάνθρωπο στην άκρη της τρύπας.

Ο Σάγκλιν, βλέποντας το νεύμα του Όλιβερ, όρμησε τρέχοντας και χτύπησε τον δεσμοφύλακα στην πλάτη πετώντας τον μέσα στο φρεάτιο.

«Έπρεπε να κρατήσουμε το τσεκούρι», μουρμούρισε θυμωμένος, καθώς ο δεσμοφύλακας χανόταν από τα μάτια του μαζί με το όπλο του.

Ο Λούθιεν, ξιφομαχώντας με έναν μόνο αντίπαλο πια, δεν δυσκολευόταν να αποκρούσει τα χτυπήματά του. Αφού άφησε τον μονόφθαλμο να εξαντλήσει τη μανία της αρχικής του επίθεσης, σιγά-σιγά πέρασε στην αντεπίθεση κάνοντάς τον να οπισθοχωρεί, με συνεχείς ξιφισμούς που ο Κυκλωπιανός δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να αποκρούσει.

Γρήγορα ο φρουρός κατάλαβε ότι δεν μπορεί να νικήσει και, με την τυπική γενναιότητα της φυλής του, γύρισε και το έβαλε στα πόδια για να ενωθεί με τους συντρόφους του, που εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στην αίθουσα από τους πλευρικούς διαδρόμους.

Οι δυο παρατάξεις στάθηκαν αντιμέτωπες για μερικές στιγμές έντασης, ενώ ο αριθμός των φρουρών μεγάλωνε — ήταν τώρα μια ντουζίνα ή και παραπάνω. Ο Όλιβερ κοίταξε το φρεάτιο με αμφιβολία, ο πυθμένας του δεν φαινόταν καν μέσα στο σκοτάδι, και δεν είχε καν την αρπάγη του. Ο Λούθιεν κατάφερε να βγάλει τις αλυσίδες από τον Σάγκλιν και μετά ελευθέρωσε επίσης τον άλλο νάνο, ενώ ο Σάγκλιν πήρε το ξίφος από τον πρώτο Κυκλωπιανό που είχε σκοτώσει ο Όλιβερ.

Οι Κυκλωπιανοί εξακολουθούσαν να μην επιτίθονται και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι τους άφηναν την ευκαιρία να προετοιμαστούν, επειδή περίμεναν κι άλλες ενισχύσεις.

«Πρέπει να κάνουμε κάτι», είπε ο Όλιβερ, που προφανώς έκανε τις ίδιες δυσοίωνες σκύψεις.