Выбрать главу

Ο Λούθιεν έβαλε το ξίφος στη θήκη του και με μια γρήγορη συνεχόμενη κίνηση έβγαλε το τόξο, το άνοιξε, το στερέωσε με τον πίρο και πέρασε ένα βέλος στη χορδή. Οι Κυκλωπιανοί, που κατάλαβαν ξαφνικά τι ήταν αυτό το παράξενο ξύλο, άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθώντας να απομακρυνθούν.

Ο Λούθιεν χτύπησε έναν στο λαιμό και εκείνος σωριάστηκε κάτω ουρλιάζοντας. Οι άλλοι ούρλιαξαν κι αυτοί, αλλά δεν έτρεξαν να κρυφτούν — όρμησαν κατά πάνω τους πριν προλάβει ο Λούθιεν να περάσει κι άλλο βέλος.

«Δεν είχα αυτό ακριβώς υπόψη μου», είπε ο Όλιβερ.

Μέσα στη συμπλοκή η οποία ακολούθησε, οι σύντροφοι άρχισαν να μάχονται απελπισμένα χωρίς να ακούσουν τους ήχους από χορδές τόξων που εκτίνασσαν βέλη. Λίγες στιγμές αργότερα κοίταξαν και οι τέσσερις απορημένοι τους αντιπάλους τους καθώς αρκετοί από αυτούς τραντάχτηκαν βίαια και σωριάστηκαν κάτω. Βλέποντας βέλη να προεξέχουν από την πλάτη τους, οι φίλοι αλλά και οι μονόφθαλμοι κοίταξαν στο πλάτωμα πάνω από την αίθουσα για να διακρίνουν πέντε-έξι λεπτούς τοξότες —μάλλον ξωτικά— με τα χέρια τους να κινούνται τόσο γρήγορα ώστε δεν φαίνονταν σχεδόν, καθώς συνέχιζαν να εκτοξεύουν τα θανάσιμα βέλη τους κατά των Κυκλωπιανών.

Οι κτηνάνθρωποι το έβαλαν στα πόδια, ενώ πολλοί έτρεχαν με ένα ή δύο βέλη καρφωμένα πάνω τους. Γρήγορα όμως άρχισαν να εκτοξεύονται βέλη και λόγχες από τα πλαϊνά περάσματα και, μολονότι οι ισχυρισμοί του Όλιβερ για την αστοχία των Κυκλωπιανών αποδείχτηκαν αληθινοί για άλλη μια φορά, τα βέλη ήταν τόσα πολλά ώστε δημιουργούσαν πρόβλημα.

«Τρέξτε!» ακούστηκε μια φωνή από το πλάτωμα, μια φωνή που ο Λούθιεν ήξερε καλά.

«Η Σιόμπαν», είπε στον Όλιβερ, τραβώντας τον κι αυτόν μαζί του καθώς έτρεχε προς τον τοίχο.

Ο Λούθιεν άρπαξε το σχοινί του Όλιβερ και του έδωσε τρία γρήγορα τραβήγματα ελευθερώνοντας τη μαγική αρπάγη από το ταβάνι. Η ομάδα της Σιόμπαν τους είχε ρίξει κιόλας ένα ακόμα σχοινί, όπου ο σύντροφος του Σάγκλιν πιάστηκε αρχίζοντας αμέσως να σκαρφαλώνει γρήγορα με διαδοχικές έλξεις. Ένα βέλος τον χτύπησε στον μυώδη ώμο του, αλλά αυτός έκανε μόνο μια γκριμάτσα και συνέχισε αποφασιστικά την αναρρίχηση.

Ο Λούθιεν, αφού πέταξε την αρπάγη στο τοίχωμα δίπλα στο πλάτωμα, έδωσε το σχοινί στον Σάγκλιν. Ο νάνος είπε στον Όλιβερ να πιαστεί στην πλάτη του και άρχισαν την αναρρίχηση, ενώ ο Λούθιεν παρακολουθούσε, κατάπληκτος με την ταχύτητα με την οποία ανέβαινε ο δυνατός νάνος.

Μια λόγχη σύρθηκε στο έδαφος ανάμεσα στα πόδια του Λούθιεν. Είδε να βγαίνουν Κυκλωπιανοί και από τα τρία περάσματα, ενώ οι μπροστινοί κρατούσαν μεγάλες ασπίδες για να προστατευτούν από τους τοξότες του πλατώματος.

Ο Λούθιεν σκόπευε να περιμένει ώσπου να φτάσουν πρώτα ο Σάγκλιν και ο Όλιβερ στον προορισμό τους, καθώς δεν ήξερε πόσο βάρος μπορούσε να κρατήσει η αρπάγη, αλλά τώρα δεν είχε άλλα περιθώρια. Πήδησε όσο πιο ψηλά μπορούσε αρπάζοντας το σχοινί και μαζεύοντας την ελεύθερη άκρη πίσω του, και άρχισε να ανεβαίνει κι αυτός με δυνατές έλξεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στηρίζεται με τα πόδια του στον τοίχο για να διευκολυνθεί στην ανάβαση.

Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο φαινόταν όταν ανέβαιναν οι νάνοι, που διακρίνονται για τη δύναμή τους. Ο Λούθιεν προχωρούσε, αλλά σίγουρα θα τον είχαν πιάσει ή θα τον είχαν καρφώσει με μακριές λόγχες, όταν όμως ο Σάγκλιν έφτασε στο πλάτωμα, άφησε τον Όλιβερ να πηδήσει κάτω και, μετά, ο ίδιος μαζί με τον άλλο νάνο, έπιασαν το σχοινί κι άρχισαν να το ανεβάζουν μαζί με τον Λούθιεν.

Ο Λούθιεν άκουγε βέλη να περνούν σφυρίζοντας πάνω από το κεφάλι του, αλλά γρήγορα είδε κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: βέλη που έρχονταν ακριβώς από κάτω του. Αισθάνθηκε ένα χτύπημα στο πόδι του και, σκύβοντας, είδε ένα βέλος καρφωμένο στο τακούνι της μπότας του.

Μετά, όμως, κάμποσα δυνατά χέρια τον έπιασαν από τους ώμους και τον ανέβασαν στο πλάτωμα. Όταν πετάχτηκε όρθιος άρχισαν αμέσως να τρέχουν όλοι μαζί. Πέρασαν δίπλα από κάμποσους νεκρούς Κυκλωπιανούς —μεταξύ τους βρίσκονταν και οι δύο που είχαν σκοτώσει ο Λούθιεν με τον Όλιβερ— ώσπου βγήκαν από το τούνελ, ενώ ήδη άκουγαν τους φρουρούς να έχουν ανεβεί στο πλάτωμα πίσω τους και να συνεχίζουν την καταδίωξη.

«Τα άλογά μας είναι εκεί!» εξήγησε ο Λούθιεν στη Σιόμπαν, που κατένευσε και τον φίλησε γρήγορα, πριν τον σπρώξει για να προλάβει τον Όλιβερ. Η ίδια και οι σύντροφοί της έτρεξαν προς την άλλη μεριά και εξαφανίστηκαν μέσα στους θάμνους, παίρνοντας μαζί τους επίσης τους δύο νάνους.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ήρθαν να μας βοηθήσουν», είπε ο Λούθιεν καθώς προλάβαινε τον Όλιβερ, που είχε κιόλας το ένα πόδι στον αναβατήρα του Θρεντμπέαρ.

«Μάλλον θα φιλάς καλά», του απάντησε αυτός. Και την άλλη στιγμή ο Θρεντμπέαρ ξεκίνησε καλπάζοντας, με τον Ριβερντάνσερ να τον ακολουθεί.