Η ορδή των Κυκλωπιανών βγήκε από το ορυχείο ουρλιάζοντας θυμωμένα, αλλά δεν βρήκαν κανέναν — το μόνο που άκουσαν ήταν τα ποδοβολητά των αλόγων, καθώς ο Λούθιεν και ο Όλιβερ απομακρύνονταν με καλπασμό.
21
Ανεπιθύμητη προσοχή
Ο Λούθιεν μπήκε αδιάφορα στο Ντουέλφ λίγη ώρα μετά τον Όλιβερ, όπως του είχε ζητήσει ο φίλος του. Ο Όλιβερ ήταν πολύ προσεκτικός τη βδομάδα μετά την απόδραση από τα ορυχεία, φροντίζοντας να μην εμφανίζεται παντού μαζί με τον Λούθιεν, έτσι ώστε να μη δίνεται πια η εντύπωση ότι είναι οι δυό τους αχώριστοι σύντροφοι. Ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε πολύ αυτές τις προφυλάξεις. Υπήρχαν ένα σωρό κακοποιοί σε αυτό τον τομέα του Μόντφορτ, που με τη δράση τους κάλυπταν τα δικά τους ίχνη. Αν οι Πραιτωριανοί έψαχναν για έναν άνθρωπο και έναν χάφλινγκ θα έβρισκαν δεκάδες τέτοια ζευγάρια.
Δεν έφερε αντίρρηση, όμως, θεωρώντας συνετές τις προφυλάξεις του Όλιβερ.
Το Ντουέλφ ήταν γεμάτο κόσμο, όπως ήταν κάθε βράδυ αυτή τη βδομάδα. Ξωτικά και νάνοι, χάφλινγκ και άνθρωποι γέμιζαν όλα τα τραπέζια — εκτός από ένα: το γωνιακό, όπου καθόταν μια ομάδα σκυθρωπών Πραιτωριανών, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί.
Ο Λούθιεν πέρασε μέσα από τον κόσμο και κάθισε σ’ ένα άδειο σκαμνί μπροστά στον πάγκο, δίπλα στον Όλιβερ.
«Όλιβερ!» είπε ενθουσιασμένος. «Πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Πόσον καιρό έχουμε να τα πούμε; Κανένα μήνα τώρα;»
Ο Όλιβερ κοίταξε τον δήθεν χαρούμενο φίλο του με σκεφτικό ύφος.
«Ήσαστε και οι δύο εδώ προχτές το βράδυ», είπε ξερά ο Τάσμαν καθώς περνούσε.
«Ωχ», έκανε ο Λούθιεν και χαμογέλασε απολογητικά σηκώνοντας τους ώμους. Κοίταξε γύρω του. «Έχει πολύ κόσμο πάλι σήμερα», είπε.
«Τους φέρνει το καλό κουτσομπολιό», απάντησε ο Τάσμαν περνώντας πάλι από μπροστά τους προς την αντίθετη κατεύθυνση και γλιστρώντας μια μπίρα μπροστά στον Λούθιεν, καθώς πήγαινε να εξυπηρετήσει έναν άλλο διψασμένο πελάτη.
Ο Λούθιεν σήκωσε το ποτήρι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά, προσέχοντας μόλις τότε τη σιωπή του Όλιβερ. Ο φίλος του είχε μια έκφραση σαν ήταν χαμένος σε βαθιές σκέψεις.
«Καλό κουτσομπολιό…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν. Ήταν έτοιμος να ρωτήσει σε τι αφορούν τα κουτσομπολιά, αλλά δεν χρειάστηκε, αφού εκείνη τη στιγμή, μέσα στη γενική φασαρία, άκουσε κάποια αποσπάσματα από συζητήσεις. Μιλούσαν για την Πορφυρή Σκιά. Σε μια στιγμή, μάλιστα, ένα καχεκτικό, μισομεθυσμένο ανθρωπάκι πήγε τρεκλίζοντας μέχρι το τραπέζι των Κυκλωπιανών. «Η Σκιά ζει!» είπε, κάνοντας μια στράκα με τα δάχτυλά του κάτω από τη μύτη τους. Ένας από τους Κυκλωπιανούς πήγε να τον αρπάξει από τον λαιμό, αλλά κάποιος σύντροφός του τον έπιασε από το χέρι και τον κράτησε κάτω.
«Σίγουρα θα γίνει καυγάς», είπε ο Λούθιεν.
«Δεν θα είναι ο πρώτος αυτή τη βδομάδα», απάντησε βλοσυρός ο Όλιβερ.
Έμειναν στο Ντουέλφ πάνω από μια ώρα, με τον Λούθιεν να ακούει τις ενθουσιασμένες συζητήσεις των θαμώνων και τον Όλιβερ να κάθεται με μια μπίρα μπροστά του και να σκέφτεται την κατάσταση. Πίσω από κάθε αφήγηση άκουγες έναν γενικό ερεθισμό, και ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι ο θρύλος της Πορφυρής Σκιάς είχε δώσει στους φτωχούς του Μόντφορτ κάποια ελπίδα, μια εστία συσπείρωσης της ξεφουσκωμένης τους περηφάνιας.
Το βήμα του ήταν ανάλαφρο όταν ακολούθησε τον Όλιβερ, που σηκώθηκε και του έκανε νόημα να φύγουν.
«Ίσως πρέπει να μείνουμε λίγο», είπε ο Λούθιεν όταν βγήκαν στον κρύο, νυχτερινό αέρα. «Μπορεί να γίνει συμπλοκή με τους Κυκλωπιανούς, και οι μονόφθαλμοι είναι καλύτερα οπλισμένοι από τους πελάτες του Ντουέλφ».
«Τότε οι πελάτες θα μάθουν να μην τα βάζουν με καλύτερα οπλισμένους Κυκλωπιανούς», απάντησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο καθώς εκείνος συνέχιζε τον δρόμο του. Δεν ήξερε τι ακριβώς ενοχλούσε τον φίλο του, αλλά υποψιαζόταν ότι μάλλον είχε σχέση με το γεγονός ότι η δράση της Πορφυρής Σκιάς τραβούσε όλο και περισσότερο την προσοχή των αρχών.
Ο Όλιβερ όντως ανησυχούσε, φοβόταν ότι όλη αυτή η υπόθεση της Πορφυρής Σκιάς είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Δεν τον ενοχλούσε που άκουγε τον κόσμο να μιλάει κατά της τυραννίας του Μόρκνεϊ και των εμπόρων του — πίστευε πως ό,τι κι αν πάθαιναν όλα αυτά τα καθάρματα, τους άξιζε. Είχε όμως αρχίσει να αισθάνεται τον χειρότερο φόβο ενός κλέφτη: ότι αυτός κι ο Λούθιεν είχαν τραβήξει την προσοχή ισχυρών αντιπάλων, πράγμα που τον ανησυχούσε. Βέβαια, του άρεσε να είναι το επίκεντρο της προσοχής και συχνά φρόντιζε ο ίδιος να γίνει, αλλά υπήρχαν και κάποια λογικά όρια.
Ο Λούθιεν τον πρόλαβε γρήγορα. «Έχεις προγραμματίσει καμιά επιδρομή στην άνω πόλη, απόψε;» ρώτησε, αν κι ήταν φανερό από τον τόνο του ότι αυτή η ιδέα δεν του άρεσε καθόλου.