Ο Όλιβερ τον κοίταξε υψώνοντας το φρύδι με ένα ύφος σαν να τον ειρωνευόταν για την ερώτηση. Δεν είχαν δουλέψει καθόλου από τότε που είχαν ελευθερώσει τον Σάγκλιν, και ο Όλιβερ είχε εξηγήσει ήδη στον Λούθιεν ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ξαναπήγαιναν στο πάνω τμήμα της πόλης πριν περάσει τουλάχιστον ένας μήνας. Ήξερε όμως γιατί ρωτούσε ο Λούθιεν.
«Έχεις σχέδια για απόψε», είπε. Ήταν κάτι ανάμεσα σε δήλωση και ερώτηση, γιατί ο Όλιβερ ήξερε ήδη την απάντηση: Ο Λούθιεν ήθελε να βρεθεί με την Σιόμπαν.
«Θα συναντηθώ με τους Κάτερς για να δω τι κάνει ο Σάγκλιν και ο φίλος του», απάντησε ο Λούθιεν.
«Οι νάνοι είναι μια χαρά», είπε ο Όλιβερ. «Τα ξωτικά και οι νάνοι τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους, αφού υποφέρουν και οι δύο από τους διωγμούς των ανθρώπων».
«Θέλω απλώς να δω τι κάνουν», έκανε ο Λούθιεν.
«Φυσικά», είπε ο Όλιβερ με ένα λοξό χαμόγελο. «Αλλά ίσως θα ήταν προτιμότερο να γυρίσεις πίσω στο σπίτι, απόψε. Κάνει κρύο, και υποψιάζομαι ότι σίγουρα θα ξεσπάσει κάποιος καβγάς στο Ντουέλφ πριν ακόμη δύσει το φεγγάρι».
Ο Όλιβερ, παρά τη σοβαρή του έκφραση, κόντεψε να βάλει τα γέλια βλέποντας το απογοητευμένο ύφος του Λούθιεν. Δεν είχε καμία πρόθεση να εμποδίσει αυτήν τη συνάντηση, ήθελε όμως να βασανίσει λίγο τον νεαρό του φίλο. Ο Όλιβερ πίστευε ότι ο έρωτας δεν πρέπει να είναι κάτι εύκολο: ο απαγορευμένος καρπός είναι πάντα πιο γλυκός.
«Εντάξει», είπε τελικά ο χάφλινγκ αφού η αμήχανη σιωπή τράβηξε για μερικές στιγμές ακόμη. «Αλλά μην αργήσεις πολύ!»
Ο Λούθιεν γύρισε και απομακρύνθηκε τρέχοντας, ενώ ο Όλιβερ δεν μπόρεσε να μη γελάσει ξανά. Χαμογελούσε σε όλο τον δρόμο μέχρι το διαμέρισμα — οι ανησυχίες του είχαν παραμεριστεί από τη ρομαντική του φύση.
Η ώρα ήταν περασμένη, αλλά στα διαμερίσματα του δούκα Μόρκνεϊ, στο παλάτι, υπήρχαν ακόμη αναμμένα κεριά. Μερικοί έμποροι είχαν απαιτήσει ακρόαση, και ο δούκας, που ήταν πολύ απασχολημένος καθώς πλησίαζε το τέλος της εμπορικής σεζόν, δεν είχε τον χρόνο να τους δει νωρίτερα.
Ο Μόρκνεϊ υποψιαζόταν ποιο θα ήταν το θέμα της ακρόασης: όλο το Μόντφορτ βούιζε για την απόδραση από τα ορυχεία. Το νέο αυτό δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τον δούκα — σε τελική ανάλυση, δεν ήταν η πρώτη φορά που ξέφευγε κάποιος κρατούμενος, ούτε θα ήταν και η τελευταία. Προφανώς, όμως, το γεγονός αυτό είχε ανησυχήσει σοβαρά τους εμπόρους, που έστεκαν σκυθρωποί μπροστά στο μεγαλόπρεπο γραφείο του δούκα.
Ο Μόρκνεϊ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και άκουσε με ενδιαφέρον τους εμπόρους που παραπονιόνταν και κλαψούριζαν, μιλώντας συνέχεια για αυτή τη μυστηριώδη Πορφυρή Σκιά.
«Ζωγράφισαν κόκκινες σκιές στο μαγαζί μου!» είπε κάποιος.
«Και στο δικό μου», πρόσθεσαν ταυτόχρονα άλλοι δύο.
«Και σε όλους σχεδόν τους δρόμους του Μόντφορτ έχουν γράψει το σύνθημα “Η Σκιά Ζει!”» είπε ένας τρίτος.
Ο Μόρκνεϊ έγνεψε καταφατικά — είχε δει κι αυτός τα ενοχλητικά συνθήματα στους δρόμους. Ήξερε φυσικά ότι δεν τα είχε γράψει η Πορφυρή Σκιά, αλλά κάποιοι άλλοι που είχαν πάρει θάρρος από τη δράση αυτού του μυστηριώδη κλέφτη, και ο Μόρκνεϊ είχε αρκετό μυαλό για να καταλάβει ότι αυτό ήταν επικίνδυνο.
Άκουγε ευγενικά τους εμπόρους να απεραντολογούν για μία ώρα ακόμη, αν και έλεγαν τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Τους υποσχέθηκε να ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα, στην πραγματικότητα όμως ο Μόρκνεϊ απλώς ήλπιζε ότι αυτό το ασήμαντο πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του.
Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου είχε παραπονεθεί πάλι για τους φόρους από το Μόντφορτ, ενώ, όπως έλεγαν όλοι οι ντόπιοι μάντεις, ο χειμώνας θα ήταν πολύ βαρύς.
Έτσι ο δούκας του Μόντφορτ αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση όταν ο λοχαγός της Πραιτωριανής Φρουράς τον διέκοψε πάνω στο πρόγευμά του το επόμενο πρωί για να τον πληροφορήσει ότι το καραβάνι που είχε ξεκινήσει για το Άβον, μεταφέροντας τους τέσσερις άντρες οι οποίοι είχαν καταδικαστεί την ίδια μέρα με τον νάνο Σάγκλιν, δέχτηκε επίθεση στον δρόμο.
Ο λοχαγός του έδειξε έναν κουρελιασμένο κόκκινο μανδύα που σε πολλά σημεία είχε την σκούρα απόχρωση του ξεραμένου αίματος.
«Τον σκοτώσαμε», είπε ο Κυκλωπιανός. «Τέρμα η Πορφυρή Σκιά! Σκοτώσαμε και τον χάφλινγκ που ήταν μαζί του. Και εφτά άλλους ακόμη, που τους βοηθούσαν», συνέχισε δείχνοντας έξι δάχτυλα.
«Και το καραβάνι;»
«Συνεχίζει κανονικά τον δρόμο του», απάντησε χαρούμενος ο λοχαγός. «Έχασα τέσσερις άνδρες, αλλά τώρα έχουμε δύο ακόμη κρατούμενους, ενώ η Πορφυρή Σκιά και ο χάφλινγκ είναι νεκροί και τους σέρνουμε με σχοινιά πίσω από τις άμαξες».
Ο Μόρκνεϊ πήρε τον σχισμένο μανδύα υποσχόμενος στον λοχαγό ότι αυτός και οι άνδρες του θα ανταμειφθούν ανάλογα. Έδιωξε τον Κυκλωπιανό και ανακάλυψε ότι το πρωινό του είχε τώρα καλύτερη γεύση.