Αργότερα όμως του ήρθε ένα ξαφνικό, ανησυχητικό προαίσθημα, γι’ αυτό, παίρνοντας τον σχισμένο μανδύα, πήγε στο γραφείο του. Βρήκε ένα συγκεκριμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη και μετά έψαξε στα συρτάρια του γραφείου για να βρει τα απαραίτητα συστατικά για το ξόρκι. Η Πορφυρή Σκιά είχε αφήσει ίχνη στις επιδρομές που έκανε, σιλουέτες που δημιουργήθηκαν κατά μαγικό τρόπο πάνω σε τοίχους και βιτρίνες, και ο Μόρκνεϊ πίστευε ότι αυτό ήταν έργο του μανδύα.
Ο δούκας σκόρπισε βότανα και σκόνες πάνω στο σχισμένο ύφασμα διαβάζοντας το ξόρκι από το βιβλίο. Τα συστατικά έλαμψαν για λίγο με ένα αλλόκοτο, ασημόγκριζο χρώμα και μετά έσβησαν.
Ο Μόρκνεϊ περίμενε ένα λεπτό, μετά άλλο ένα. Δεν έγινε τίποτα. Ο ματωμένος μανδύας δεν ήταν μαγικός.
Αυτή η επιδρομή, όπως και τα συνθήματα στους δρόμους, δεν ήταν έργο της πραγματικής Πορφυρής Σκιάς, αλλά μια προσπάθεια μίμησης από κάποιον που ήθελε να του κλέψει τη δόξα.
Ο δούκας Μόρκνεϊ έγειρε πίσω στη μεγάλη πολυθρόνα και έφερε το γέρικο, τρεμάμενο χέρι του στο πηγούνι. Η Πορφυρή Σκιά είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρό πρόβλημα.
Οι θαμώνες του Ντουέλφ ήταν ζαρωμένοι και σοβαροί εκείνο το βράδυ, καθώς είχε μαθευτεί ότι ένας χάφλινγκ ονόματι Στάμπι Κορσετμπάστερ και ένας άνθρωπος ονόματι Ντέρτι Άμπνερ είχαν σκοτωθεί σε μια επιδρομή στον δρόμο ανατολικά του Μόντφορτ. Η Πορφυρή Σκιά είχε σκοτωθεί, έλεγαν οι φήμες — φήμες οι οποίες δεν φάνηκαν να στενοχωρούν καθόλου τον Όλιβερ ντε Μπάροους, που μπήκε στην ταβέρνα λίγο μετά τη δύση του ήλιου και βρήκε τον Λούθιεν.
«Ναι, λένε ότι η Πορφυρή Σκιά δεν υπάρχει πια», τους είπε ο Τάσμαν γεμίζοντας τα ποτήρια τους με μπίρα.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι η έκφραση του ταβερνιάρη δεν ταίριαζε με αυτό το σοβαρό νέο. Και πόσος καιρός πάει τώρα, αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, από την τελευταία φορά που ο Τάσμαν μας ζήτησε να πληρώσουμε; Ή όταν νοικιάζεις ένα διαμέρισμα από τον ταβερνιάρη συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία και δωρεάν ποτά;
Ο Τάσμαν πήγε να εξυπηρετήσει έναν άλλο πελάτη, αλλά πριν απομακρυνθεί κοίταξε για αρκετές στιγμές τον Λούθιεν και τον Όλιβερ με ένα επίμονο βλέμμα — ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν.
«Κρίμα για τον Στάμπι», είπε ο Όλιβερ. «Ήταν εξαιρετικός χάφλινγκ, με ωραία, χοντρή κοιλιά». Η έκφραση του Όλιβερ όμως, σκέφτηκε ο Λούθιεν, όπως και του Τάσμαν προηγουμένως, δεν ταίριαζε με τα λόγια του.
«Δεν σε έχει ενοχλήσει αυτό που έγινε!» του είπε ο Λούθιεν επικριτικά. «Σκοτώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, καθώς και ο εξαιρετικός σου χάφλινγκ».
«Κλέφτες σκοτώνονται καθημερινά στους δρόμους του Μόντφορτ», είπε ο Όλιβερ κοιτάζοντας τον Λούθιεν στα μάτια. «Πρέπει να δεις τη θετική πλευρά του πράγματος».
«Τη θετική;» επανέλαβε ο Λούθιεν και σχεδόν πνίγηκε.
«Τα λεφτά μας δεν θα μας φτάσουν για όλο τον χειμώνα», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Και δεν μου αρέσει η προοπτική να περιπλανιέμαι στο δρόμο με τις τόσο κρύες χιονονιφάδες να πέφτουν παντού γύρω μου.
Ο Λούθιεν κατάλαβε τι εννοούσε ο φίλος του. Γύρισε πάλι στο ποτήρι της μπίρας που είχε μπροστά του με μελαγχολική έκφραση. Όλη αυτή η ιστορία του άφηνε μια ξινή γεύση στο στόμα.
»Τώρα, αν μπορούσαμε να κάνουμε αυτό τον εκπληκτικό μανδύα σου να μην αφήνει εκείνα τα σημάδια…» πρόσθεσε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κούνησε σκυθρωπός το κεφάλι. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η όχι και τόσο έντιμη ζωή έχει ένα τίμημα, ένα τίμημα που το πληρώνεις με τη συνείδηση και την καρδιά σου. Κάποιοι άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στο όνομα της Πορφυρής Σκιάς, παριστάνοντας την Πορφυρή Σκιά, ενώ τώρα αυτός και ο Όλιβερ θα χρησιμοποιούσαν τούτο το τραγικό γεγονός προς όφελος τους. Ο Λούθιεν άδειασε το ποτήρι του κι έκανε νόημα στον Τάσμαν να του βάλει κι άλλο.
Ο Όλιβερ του τράβηξε το χέρι και του έκανε νόημα δείχνοντας προς την πόρτα του Ντουέλφ και ψιθυρίζοντας ότι καλό θα ήταν να φύγουν.
Μια ομάδα Πραιτωριανών μπήκαν στην ταβέρνα με αυτάρεσκο ύφος στα άσχημα μούτρα τους.
Λίγη ώρα αφότου έφυγαν οι δυο φίλοι από το Ντουέλφ, ξέσπασε καβγάς. Τρεις άνθρωποι και δύο Κυκλωπιανοί σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν, ώσπου να απωθηθούν πάλι οι Πραιτωριανοί στο πάνω τμήμα της πόλης.
Ο δούκας Μόρκνεϊ ήταν ακόμη ξύπνιος, αργότερα, εκείνη τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα ήταν η καλύτερη ώρα γι’ αυτό που ήθελε να κάνει, η ώρα που οι μαγικές δυνάμεις βρίσκονται στο αποκορύφωμα της έντασής τους.
Ο δούκας πήγε στο γραφείο του, πλησίασε σε έναν τοίχο και παραμέρισε κάποια μεγάλη ταπισερί αποκαλύπτοντας έναν τεράστιο καθρέφτη με χρυσή κορνίζα. Κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν μπροστά του, διάβασε μερικές φράσεις από ένα άλλο μαγικό βιβλίο και πέταξε μια χούφτα κονιορτοποιημένο κρύσταλλο στο γυαλί. Σχεδόν αμέσως τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη χάθηκαν, δίνοντας τη θέση τους σε ένα γκρίζο σύννεφο που στροβιλιζόταν.