Ο Μόρκνεϊ συνέχισε τους ψαλμούς στέλνοντας τις σκέψεις του —σκέψεις για την Πορφυρή Σκιά— στον καθρέφτη. Το γκρίζο σύννεφο κινήθηκε αρχίζοντας να παίρνει μορφή, και ο Μόρκνεϊ έσκυψε μπροστά σίγουρος ότι γρήγορα θα μάθαινε την ταυτότητα αυτού του επικίνδυνου κακοποιού.
Ένα κόκκινο πέπλο απλώθηκε ξαφνικά πάνω στον καθρέφτη σβήνοντας κάθε εικόνα.
Τα μάτια του Μόρκνεϊ άνοιξαν διάπλατα από κατάπληξη. Άρχισε πάλι τον ψαλμό και συνέχισε για μια ώρα σχεδόν, ραντίζοντας τον καθρέφτη αρκετές φορές ακόμη με την πολύτιμη κρυσταλλική σκόνη, αλλά δεν μπόρεσε να διαπεράσει το φράγμα του κόκκινου πέπλου.
Πήγε πάλι στο γραφείο του, μάζεψε μια στοίβα από βιβλία και περγαμηνές και μελετούσε όλη μέρα. Είχε βρει αρκετές αναφορές στη θρυλική Πορφυρή Σκιά, έναν κλέφτη που τρομοκρατούσε τους Γασκόνους την περίοδο που είχαν καταλάβει τη χώρα. Όμως, τούτες οι λίγες πληροφορίες ήταν εξίσου ασαφείς όσο και τα ίχνη που άφηνε αυτός που φορούσε τώρα τον μανδύα. Ωστόσο, μια αναφορά μιλούσε για τον πορφυρό μανδύα και για τη μαγική του ικανότητα να προστατεύει τον ιδιοκτήτη του από τα αδιάκριτα μάτια.
Ο Μόρκνεϊ κοίταξε τον κόκκινο καθρέφτη. Προφανώς, ο μανδύας προστάτευε τον ιδιοκτήτη του ακόμη κι από ξόρκια που μπορεί να αποκάλυπταν την ταυτότητά του.
Ο δούκας δεν απογοητεύτηκε όμως. Είχε μάθει πολλά απόψε — κυρίως είχε επιβεβαιώσει ότι εκείνοι που επετέθησαν στις άμαξες ήταν απατεώνες και ότι η πραγματική Πορφυρή Σκιά ζούσε ακόμη. Και ο σοφός Μόρκνεϊ, που είχε ζήσει ολόκληρους αιώνες, δεν ανησύχησε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο μανδύας εμπόδισε την προσπάθειά του. Δεν είχε καταφέρει να φέρει την εικόνα της Πορφυρής Σκιάς στον καθρέφτη του, αλλά ίσως κατάφερνε να εντοπίσει κάποιον που να αποτελεί το αδύνατο σημείο αυτού του πονηρού κλέφτη.
22
Δόλωμα
Μερικές μέρες αργότερα ο Όλιβερ πήγε στο Ντουέλφ μόνος. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη όπως συνήθως, ενώ οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν και πάλι στη δράση της Πορφυρής Σκιάς. Σε ένα τραπέζι κοντά στο μπαρ καθόταν μια παρέα νάνων, και ο Όλιβερ, από το σκαμνί όπου ήταν καθισμένος, άκουσε έναν από αυτούς να ψιθυρίζει ότι η Πορφυρή Σκιά είχε σκοτωθεί σε μια επίθεση στον δρόμο, προσπαθώντας να ελευθερώσει τέσσερις σκλάβους. Οι μυώδεις, γενειοφόροι νάνοι σήκωσαν τα ποτήρια τους στη μνήμη του γενναίου κλέφτη.
«Δεν σκοτώθηκε!» διαμαρτυρήθηκε ένας άνθρωπος από κάποιο κοντινό τραπέζι. «Σας λέω ότι έκανε επιδρομή χτες το βράδυ! Σκότωσε κι έναν έμπορο, μάλιστα». Στράφηκε στους συντρόφους του στο τραπέζι, που κουνούσαν καταφατικά τα κεφάλια.
«Τον σούβλισε τον τύπο ακριβώς ως εδώ», πρόσθεσε ένας από αυτούς δείχνοντας με το δάχτυλο στη μέση του ξίφους του.
Αυτοί οι εξωφρενικοί ισχυρισμοί δεν προκαλούσαν έκπληξη στον Όλιβερ. Είχε δει παρόμοιες αντιδράσεις στη Γασκόνη. Όταν κάποιος κλέφτης αποκτούσε φήμη, ο θρύλος του διαιωνιζόταν από μιμητές. Δεν ήταν απλώς θέμα θαυμασμού — συχνά κάποιοι μικροκλέφτες, για να κάνουν πιο εύκολα τη δουλειά τους, τρόμαζαν τα θύματά τους παριστάνοντας έναν διαβόητο παράνομο. Ο Όλιβερ αναστέναξε με τη σκέψη ότι κάποιος είχε σκοτωθεί παίζοντας την Πορφυρή Σκιά. Και από την άλλη μεριά, δεν του άρεσε καθόλου το ενδεχόμενο ότι, αν έπιαναν ποτέ αυτόν και τον Λούθιεν, μπορεί να τους κατηγορούσαν για τον φόνο ενός εμπόρου. Από άποψη καθαρού ρεαλισμού, όμως, όλες αυτές οι συζητήσεις ήταν θετικές. Οι μιμητές θα θόλωναν τα δικά τους ίχνη. Επιπλέον, αν οι έμποροι πίστευαν ότι η Πορφυρή Σκιά σκοτώθηκε, θα χαλάρωναν την επιφυλακή τους.
Ικανοποιημένος ο Όλιβερ έπαψε να παρακολουθεί τις συζητήσεις και έριξε μια ματιά γύρω στο Ντουέλφ, αναζητώντας κάποια κυρία για να τη φλερτάρει. Δεν είδε τίποτα το ενδιαφέρον, γι’ αυτό ξαναγύρισε στην μπίρα του. Τότε πρόσεξε τον Τάσμαν, ο οποίος στεκόταν λίγο πιο κάτω στην απομέσα μεριά του μεγάλου πάγκου σκουπίζοντας ποτήρια και κοιτάζοντάς τον σκυθρωπός. Όταν είδε το ερωτηματικό βλέμμα του Όλιβερ, πλησίασε για να σταθεί μπροστά του.
«Ήρθες μόνος», είπε ο Τάσμαν.
«Ναι, ο Λούθιεν δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει την καρδιά του», απάντησε ο Όλιβερ. «Πάει πάλι να συναντήσει την αγαπημένη του — ραντεβού στη στέγη, κάτω από το φεγγαρόφωτο». Ο τόνος του ήταν μελαγχολικός, δείχνοντας ότι είχε αρχίσει να επιδοκιμάζει αυτό τον έρωτα. Ήταν ρομαντικός τύπος, θυμόταν τις δικές του νεανικές περιπέτειες στη Γασκόνη, τότε που έφηνε πίσω του μία (τουλάχιστον) ραγισμένη καρδιά σε κάθε πόλη.