Выбрать главу

Ο Λούθιεν πετάχτηκε πίσω ένα ολόκληρο βήμα ενώ την ίδια στιγμή έβλεπε κατάπληκτος την ασπίδα να κρεμιέται από το χέρι του, καθώς μια από τις χειρολαβές είχε σπάσει από το χτύπημα. Μόλις που κατάφερε να αποφύγει μια δεύτερη γροθιά, η οποία σίγουρα θα του είχε κάνει μεγαλύτερη ζημιά ακόμη και από τη λόγχη, και μετά πήδησε πίσω για να γλιτώσει από μια τρίτη, ενώ περιέστρεφε την ασπίδα από την άλλη χειρολαβή για να κρατήσει πίσω τον αντίπαλό του.

Ο Γκαρθ Ρόγκαρ παραμέρισε τη μεταλλική ασπίδα με ένα χτύπημα και συνέχισε την επίθεση, σταματώντας μόνο για να αποφύγει έναν ξιφισμό του Λούθιεν. Δεύτερος ξιφισμός τον έκανε να γυρίσει στο πλάι, προς τα αριστερά του αντιπάλου του, ενώ ο νεαρός εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να εξαπολύσει μια γροθιά στην ήδη χτυπημένη μύτη του γίγαντα.

Ο Γκαρθ Ρόγκαρ προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά χρειάστηκε να κουνήσει δυνατά το κεφάλι του για να διώξει τη ζάλη.

«Παραδίνεσαι;» ρώτησε ευγενικά ο Λούθιεν, κι αμέσως άκουσαν και οι δύο την κραυγή διαμαρτυρίας της Ελένια από τις κερκίδες και τις θριαμβευτικές φωνές της Αβονίζ.

Όπως ήταν επόμενο, ο Γκαρθ Ρόγκαρ όρμησε ξανά. Την τελευταία στιγμή ο Λούθιεν σήκωσε το ξίφος μπροστά στο πρόσωπό του. Ο Γκαρθ ξαφνιάστηκε και σταμάτησε, οπότε ο νέος βρήκε την ευκαιρία να του ρίξει μια αριστερή γροθιά που θα άφηνε αναίσθητο ένα μικρό βόδι. Στη συνέχεια έπιασε το ξίφος με το αριστερό χέρι και πήγε να το βάλει στον λαιμό του Γκαρθ για να τον αναγκάσει να παραδοθεί. Αυτός όμως άρπαξε τη μύτη του ξίφους, το παραμέρισε και άρπαξε το χέρι του Λούθιεν.

«Ξεκόλλησέ του το!» στρίγγλισε η Ελένια. Η Αβονίζ έσκυψε προς το μέρος της ακουμπώντας πάνω στα πόδια του Γκάχρις και της φώναξε να σταματήσει.

Οι δυο αντίπαλοι αγκαλιάστηκαν με τους μυς τους να φουσκώνουν από την προσπάθεια, ενώ ο Γουίλμον και ο Όμπρεϊ σκυθρώπιασαν λίγο με τους αναστεναγμούς των δύο γυναικών που, προφανώς, είχαν γοητευτεί από το θέαμα.

Ο Λούθιεν άντεχε σε αυτή την αναμέτρηση δύναμης με τον Ρόγκαρ, ήξερε όμως ότι γρήγορα ο γιγαντόσωμος βάρβαρος θα τον νικούσε χάρη στο βάρος του και μόνο. Έσπρωξε μπροστά με όλη του τη δύναμη και μετά έκανε ένα γρήγορο βήμα πίσω ελευθερώνοντας έτσι το ένα του χέρι, αν και ο Γκαρθ συνέχιζε να κρατά πεισματικά το άλλο χέρι του, με το οποίο βαστούσε το ξίφος. Οι δυο αντίπαλοι αντάλλαξαν μερικές γροθιές. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ δέχτηκε μια δεύτερη και μια τρίτη σκόπιμα, καθώς έσκυβε για να περάσει το ένα χέρι του ανάμεσα στα πόδια του Λούθιεν. Μια στιγμή αργότερα ο νεαρός Μπέντγουιρ υψωνόταν στον αέρα χωρίς να μπορεί να αναδράσει, αφού η γωνία ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να βάλει πια μεγάλη δύναμη στις γροθιές του, ενώ ο Γκαρθ Ρόγκαρ του κρατούσε πάντα ακινητοποιημένο το οπλισμένο χέρι.

Ο Λούθιεν έδωσε μια τρομερή κεφαλιά, που βρήκε τον αντίπαλό του στο πρόσωπο. Ο ζαλισμένος Ρόγκαρ τον πέταξε τρία μέτρα μακριά και μετά συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια να διατηρήσει την ισορροπία του, αλλά ο κόσμος δεν έλεγε να πάψει να γυρίζει.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε από το έδαφος και τον πλησίασε προσεχτικά, αναζητώντας ένα άνοιγμα ανάμεσα στις γροθιές που εξαπέλυε ο Γκαρθ στα τυφλά. Ο νεαρός Μπέντγουιρ βρισκόταν στα πρόθυρα της εξάντλησης, γι’ αυτό φοβόταν ότι ένα και μοναδικό χτύπημα από τον αντίπαλό του θα τον σώριαζε κάτω.

Καθώς πλησίαζε, άρχισε να κινεί το ξίφος του πότε εδώ και πότε εκεί, αναγκάζοντας τον ζαλισμένο Γκαρθ να παρακολουθεί τις κινήσεις του. Ο πρώτος ξιφισμός που δοκίμασε ήταν προσποίηση, πράγμα που το ήξερε ο Γκαρθ, αλλά προσποίηση ήταν επίσης και το επόμενο, δεξί, σταυρωτό χτύπημα. Ενώ ο Ρόγκαρ προσπαθούσε να το αποφύγει, ο Λούθιεν πλησίασε λίγο ακόμη, έπεσε κάτω και σάρωσε με το πόδι του και τα δύο πόδια του Ρόγκαρ στα γόνατα. Ο βάρβαρος βρόντηξε με δύναμη ανάσκελα στο έδαφος, ενώ η ανάσα του ακούστηκε να βγαίνει απότομα σχηματίζοντας μια τρομερή, άναρθρη κραυγή.

Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάλι πάνω αστραπιαία, αλλά ο Γκαρθ δεν είχε τη δύναμη να κάνει το ίδιο. Ο νέος έβαλε το πόδι του στο στήθος του πεσμένου αντιπάλου του και η αιχμή του ξίφους του ακούμπησε στη ρίζα της μύτης του Ρόγκαρ, ανάμεσα στα ζαλισμένα ακόμη μάτια του.

Οι στριγγλιές της Ελένια και της Αβονίζ ήταν σχεδόν όμοιες, αλλά οι εκφράσεις τους, μετά το αρχικό ξέσπασμα, σίγουρα δεν ήταν.

Ο Γκάχρις ένιωσε βαθιά ικανοποίηση με την εκτίμηση, ή και τον θαυμασμό ακόμη που είδε στο πρόσωπο του Όμπρεϊ, αλλά το χαμόγελό του έσβησε όταν η Αβονίζ ακούμπησε πάλι βαριά πάνω στα πόδια του κοιτάζοντας τη μουτρωμένη Ελένια με μια πονηρή λάμψη στα μάτια.