Ο Όλιβερ έπιασε τον Λούθιεν από τον ώμο και του ζήτησε να φορέσει τον πορφυρό μανδύα. Ο Όλιβερ φόρεσε κι αυτός τον δικό του μοβ μανδύα πάνω από το φόρεμα, ενώ έβαλε επιπλέον και το καπέλο, το οποίο στο μεταξύ είχε τσαλακωθεί αρκετά, κι έτσι βγήκαν μαζί στο τριφόριο με τα πτρινα διακοσμητικά τέρατα, σε ύψος δεκαπέντε μέτρα από το δάπεδο του ναού.
Προχώρησαν αθόρυβα, χωρίς προβλήματα, μέχρι που έφτασαν πάλι στη γωνία της νότιας πλευράς, όπου ο Λούθιεν έσκυψε κρυμμένος πίσω από ένα τερατόμορφο άγαλμα.
Η σκηνή από κάτω ήταν ίδια περίπου όπως και κατά την πρώτη φορά που είχαν έλθει στον μεγαλόπρεπο ναό. Ο δούκας Μόρκνεϊ, φορώντας τον κόκκινο χιτώνα του, καθόταν σε μια πολυθρόνα πίσω από τον βωμό στο ανατολικό άκρο του ναού, και φαινόταν πολύ βαριεστημένος καθώς οι λακέδες του φώναζαν τα ονόματα των φορολογούμενων ή μετρούσαν τους φόρους.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ παρακολούθησε το θέαμα για μερικές στιγμές μόνο, πριν συγκεντρώσει την προσοχή του στα πρώτα καθίσματα του ναού. Κάμποσα άτομα κάθονταν εκεί το ένα δίπλα στο άλλο φορώντας τη στολή των κρατουμένων, γκρίζους χιτώνες με κουκούλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν οι Κυκλωπιανοί που τους φρουρούσαν. Υπήρχε μόνο ένας νάνος ο οποίος ήταν ξανθός, και ο Λούθιεν αναστέναξε με ανακούφιση που δεν ήταν ο Σάγκλιν. Τρεις άλλοι ήταν σίγουρα άντρες, αλλά οι άλλοι τρεις μπορεί να ήταν ή νεαρά παλληκάρια ή γυναίκες.
«Πού είσαι;» “ψιθύρισε ο νεαρός Μπέντγουιρ συνεχίζοντας να κοιτάζει. Ένας από τους κρατουμένους κινήθηκε τότε, και ο Λούθιεν είδε να ξεπροβάλουν κάτω από την κουκούλα μακριά μαλλιά στο χρώμα του σταριού. Ενστικτωδώς κινήθηκε προς τα εμπρός, σαν να ετοιμαζόταν να πηδήσει από το τριφόριο κάτω.
Ο Όλιβερ τον έπιασε δυνατά από το χέρι και δεν ελάττωσε τη δύναμη του σφιξίματός του, όταν ο Λούθιεν γύρισε προς το μέρος του. Η έκφραση του χάφλινγκ θύμισε στον Λούθιεν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
«Είναι ακριβώς όπως και με τον νάνο», ψιθύρισε ο Όλιβερ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είμαστε εδώ».
«Πρέπει να μάθω», διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.
Η καταβολή των φόρων συνεχίστηκε για άλλη μισή ώρα, όλα φαίνονταν εντελώς φυσιολογικά. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Όλιβερ δεν μπορούσε να διώξει την επίμονη προαίσθηση ότι σήμερα δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα για τη Μητρόπολη. Η Σιόμπαν είχε συλληφθεί για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, και σκόπιμα είχε διαδοθεί τόσο ευρέως το νέο της σύλληψής της. Αν είχαν συλλάβει τον Σάγκλιν για να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Πορφυρή Σκιά θα ήταν κατανοητό. Όμως η σύλληψη της Σιόμπαν ήταν σίγουρα δόλωμα για να πιάσουν τους δύο συντρόφους.
Ο Όλιβερ κοίταξε αγανακτισμένος τον Λούθιεν, ενώ σκεφτόταν ότι ο νεαρός του φίλος μοιάζει απίστευτα με ψάρι πιασμένο στα δίχτυα.
Ο κήρυκας που διάβαζε τους φόρους μάζεψε τις περγαμηνές του από το βάθρο και κατέβηκε. Αμέσως πήρε τη θέση του ένας άλλος, που έκανε νόημα στους Πραιτωριανούς να ετοιμάσουν τους κρατούμενους. Οι μονόφθαλμοι τους ανάγκασαν να σηκωθούν όρθιοι, και ο νέος κήρυκας φώναξε ένα όνομα.
Δυο Κυκλωπιανοί άρπαξαν έναν ηλικιωμένο άνδρα, τουλάχιστον πενήντα χρονών, και τον έσπρωξαν άγρια προς το Θυσιαστήριο. Ο γέρος σκόνταψε κάμποσες φορές και θα είχε σωριαστεί κάτω αν δεν τον κρατούσαν οι δυο φρουροί από δίπλα.
Η κατηγορία ήταν συνηθισμένη: είχε κλέψει έναν χιτώνα από κάποιον πάγκο. Ο κήρυκας κάλεσε τον έμπορο που τον κατηγορούσε.
«Άσχημη δουλειά», είπε ο Όλιβερ δείχνοντας με ένα νεύμα τον έμπορο. «Είναι πλούσιος, μάλλον φίλος του δούκα. Ο καημένος ο γέρος είναι καταδικασμένος».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε βλοσυρός. «Υπάρχει περίπτωση να αθωωθεί κανείς εδώ μέσα;» ρώτησε.
Η απάντηση του Όλιβερ, αν και αναμενόμενη, τον πόνεσε. «Όχι».
Όπως ήταν φυσικό, ο γέρος θεωρήθηκε ένοχος. Όλα του τα υπάρχοντα, ανάμεσά τους και ένα φτωχικό σπίτι στη κάτω συνοικία του Μόντφορτ, μεταβιβάστηκαν στον πλούσιο έμπορο, στον οποίο δόθηκε επίσης το δικαίωμα να κόψει προσωπικά το αριστερό χέρι του γέρου και να το τοποθετήσει στον πάγκο του, σε περίοπτη θέση, σαν προειδοποίηση για άλλους, επίδοξους κλέφτες.
Ο γέροντας διαμαρτυρήθηκε αδύναμα, αλλά φυσικά οι Κυκλωπιανοί τον έσυραν έξω από τον ναό.
Ο επόμενος ήταν ο νάνος, αλλά ο Λούθιεν δεν παρακολουθούσε πια. «Πού είναι οι Κάτερς;» ψιθύρισε. «Γιατί δεν είναι εδώ;»
«Ίσως να είναι», απάντησε ο Όλιβερ, ενώ το πρόσωπο του Λούθιεν φωτιζόταν λίγο.
»Αλλά μόνο για να παρακολουθήσουν, όπως κι εμείς», πρόσθεσε, προκαλώντας πάλι απογοήτευση στον Λούθιεν. «Όταν πιάνεται ένας κλέφτης, είναι μόνος. Αυτό τον κανόνα τον τηρούν πιστά οι άνθρωποι του δρόμου».