Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι στον χώρο του Θυσιαστηρίου, όπου ο νάνος κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία. Ο Λούθιεν καταλάβαινε τη ρεαλιστική θέση που μόλις του είχε εξηγήσει ο Όλιβερ. Αν μια ομάδα κλεφτών προσπαθούσε να σώσει ένα από τα μέλη της, τότε θα ήταν πολύ εύκολο στον δούκα να καθαρίσει το Μόντφορτ από τους κλέφτες.
Οπωσδήποτε, ο Λούθιεν συμφωνούσε με την άποψη του Όλιβερ, από την άλλη μεριά όμως γιατί βρισκόταν τώρα εδώ, δεκαπέντε μέτρα πάνω από την αίθουσα του ναού;
Η Σιόμπαν ήταν η τελευταία που κλήθηκε για να δικαστεί, και ο Όλιβερ ήταν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για σύμπτωση. Προχώρησε από το κάθισμά της και, μολονότι ήταν δεμένη, τίναξε περήφανα από πάνω της τα χέρια των Κυκλωπιανών που την έσπρωχναν προς το βάθρο.
«Η σκλάβα Σιόμπαν», φώναξε δυνατά ο κήρυκας κοιτάζοντας τον δούκα. Ο Μόρκνεϊ φαινόταν πάντα βαριεστημένος από την όλη διαδικασία.
«Ήταν ανάμεσα σε εκείνους που επιτέθηκαν στα ορυχεία», δήλωσε ο κήρυκας.
«Με ποιου τη μαρτυρία κατηγορούμαι;» ρώτησε αυστηρά η Σιόμπαν. Ο Κυκλωπιανός από πίσω την έσπρωξε δυνατά με τη λαβή του κονταριού του, και η Σιόμπαν γύρισε και τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της να αστράφτουν άγρια.
«Είναι τόσο γενναία!» ψιθύρισε ο Όλιβερ σ’ έναν τόνο που θύμιζε θρήνο. Κρατούσε σφιχτά τον πορφυρό μανδύα του Λούθιεν, μισοπεριμένοντας ότι ο νεαρός θα πηδήσει από το τριφόριο κάτω.
«Οι κρατούμενοι μιλούν μόνο όταν τους επιτρέπουν να μιλήσουν», είπε ο κήρυκας από το βάθρο.
«Και τι αξίζει μια φωνή μέσα σε αυτό το άντρο του κακού;» απάντησε η Σιόμπαν, για να δεχτεί άλλο ένα χτύπημα με το κοντάρι.
Ο Λούθιεν έβγαλε ένα σιγανό άγριο γρύλισμα, ενώ ο Όλιβερ κουνούσε το κεφάλι του αποθαρρυμένος, νιώθοντας όλο και πιο έντονα ότι δεν θα ’πρεπε να βρίσκονται σε αυτό το επικίνδυνο μέρος.
«Επιτέθηκε στα ορυχεία!» φώναξε θυμωμένος ο κήρυκας κοιτάζοντας τον δούκα. «Και είναι φίλη της Πορφ…»
Ο Μόρκνεϊ έγειρε μπροστά στον θρόνο και σήκωσε το χέρι για να σταματήσει τον ανόητο λακέ του. Η σημασία αυτής της κίνησης δεν διέφυγε από τον Όλιβερ: προφανώς ο Μόρκνεϊ δεν ήθελε να ακουστεί αυτό το όνομα.
Ο δούκας γύρισε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στη Σιόμπαν. Τα κόκκινα μάτια του έμοιαζαν να αστράφτουν με μια μαγική, εσωτερική λάμψη. «Πού είναι οι νάνοι;» ρώτησε ήρεμα.
«Ποιοι νάνοι;» ρώτησε η Σιόμπαν.
«Οι δύο νάνοι που απηγάγατε από τα ορυχεία εσύ και… οι σύντροφοί σου», είπε ο Μόρκνεϊ, και αυτή η χαρακτηριστική παύση έκανε τον Όλιβερ να σκεφτεί ξανά ότι όλη αυτή η φασαρία με τη σύλληψη και τη δίκη γινόταν για να παγιδέψουν τον Λούθιεν και τον ίδιο.
Η Σιόμπαν γέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Εγώ είμαι μια υπηρέτρια», είπε ήρεμα. «Τίποτα παραπάνω».
«Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτής της σκλάβας;» φώναξε δυνατά ο Μόρκνεϊ. Ο αφέντης της Σιόμπαν σηκώθηκε από ένα κάθισμα στο μπροστινό μέρος του ναού, υψώνοντας συγχρόνως το χέρι του.
«Δεν έχεις ευθύνη», είπε ο δούκας, «γι’ αυτό θα αποζημιωθείς για την απώλειά σου». Ο έμπορος ανάσανε με ανακούφιση, έκανε ένα καταφατικό νεύμα και κάθισε πάλι.
«Ω όχι», βόγγηξε ο Όλιβερ. Ο Λούθιεν έριξε το βλέμμα του από τον έμπορο στον δούκα και από τον δούκα στη Σιόμπαν χωρίς να καταλαβαίνει.
«Κι εσύ», γρύλισε ο Μόρκνεϊ, ενώ σηκωνόταν από τη θέση του για πρώτη φορά μέσα στις δύο ώρες που οι δυο σύντροφοι ήταν στη Μητρόπολη, «εσύ είσαι ένοχη», είπε με ανέκφραστη φωνή. Κάθισε πάλι στον θρόνο του χαμογελώντας μοχθηρά. «Φρόντισε να απολαύσεις τις επόμενες πέντε μέρες στα μπουντρούμια μου…
Πέντε μέρες; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Αυτή ήταν η ποινή; Άκουσε τον Όλιβερ να βογγάει πάλι και κατάλαβε ότι ο Μόρκνεϊ δεν είχε τελειώσει ακόμη.
»…Γιατί θα είναι οι τελευταίες σου!» δήλωσε ο δούκας. «Την έκτη μέρα θα κρεμαστείς στην πλατεία που έχει το όνομά μου!»
Από τον κόσμο ακούστηκε ένα γενικό μουρμουρητό διαμαρτυρίας και ανήσυχα συρσίματα ποδιών, ενώ οι Κυκλωπιανοί έσφιγγαν τα όπλα τους κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά σαν να περίμεναν φασαρίες. Η ποινή ήταν απροσδόκητη. Η μοναδική φορά που είχε επιβληθεί η ποινή του θανάτου, όσο κυβερνούσε ο Μόρκνεϊ, ήταν για τον φόνο ενός ανθρώπου, και ακόμη και σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, αν το θύμα της δολοφονίας δεν ήταν σημαντικό πρόσωπο, ο δράστης συνήθως καταδικαζόταν σε ισόβια δουλεία.
Η λέξη “δόλωμα” ήρθε κι πάλι στο νου του Όλιβερ. Είχε αρχίσει κιόλας να σκέφτεται τις πιθανές περιπέτειες που θα αντιμετώπιζαν σε λίγο αυτός και ο σύντροφός του, αφού ο Λούθιεν δεν θα άφηνε ποτέ να γίνει μια τέτοια αδικία χωρίς να δοκιμάσει, τουλάχιστον, να σώσει την Σιόμπαν. Ο Όλιβερ ήταν σίγουρος ότι τις επόμενες πέντε μέρες τον περίμενε πολλή δουλειά, έπρεπε να έλθει σε επαφή με τους Κάτερς και με όποιον άλλο θα μπορούσε να τους βοηθήσει.