Αλλά λογάριαζε χωρίς τον Λούθιεν, γιατί όταν γύρισε προς το μέρος του, τον είδε να στέκεται όρθιος πάνω στο παραπέτο του τριφόριου και να σημαδεύει με το τόξο του.
Με μια μανιασμένη κραυγή, ο Λούθιεν εκτόξευσε το βέλος, που τινάχτηκε κατ’ ευθείαν προς τον δούκα Μόρκνεϊ. Αυτός κοίταξε έκπληκτος στο τριφόριο. Ξαφνικά φάνηκε μια ασημόχρωμη λάμψη μόλις το βέλος πέρασε από το άνοιγμα του βόρειου κλίτους και, από ένα που ήταν, μετατράπηκε σε πέντε. Ακολούθησε μια δεύτερη λάμψη και καθένα από τα πέντε βέλη έγινε άλλα πέντε. Και μια τρίτη, καθώς τα είκοσι πέντε βέλη γίνονταν εκατόν είκοσι πέντε.
Όλα μαζί συνέχισαν να κινούνται προς τον δούκα, ενώ ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κοίταζαν κατάπληκτοι.
Όμως αυτός ο καταιγισμός ήταν ακίνδυνος. Τα δεκάδες βέλη δεν ήταν παρά σκιές του πρώτου και πραγματικού. Όλα εξαφανίστηκαν ή απλώς πέρασαν μέσα από τον δούκα, που είχε γείρει μπροστά στην πολυθρόνα του χαμογελώντας χαιρέκακα και δείχνοντας με το χέρι του προς το μέρος του Λούθιεν.
Ο νέος συνειδητοποίησε ότι αυτή η παρορμητική αντίδραση ήταν εντελώς ανόητη, μια σκέψη που επιβεβαιώθηκε όταν άκουσε το σχόλιο του Όλιβερ πίσω του:
«Δεν ήταν και πολύ έξυπνο αυτό».
23
Πείτε τους
Ο Λούθιεν τραβήχτηκε πίσω από το παραπέτο καθώς το πέτρινο, τερατόμορφο άγαλμα δίπλα του ζωντάνεψε. Σήκωσε το τόξο και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του τέρατος. Το τόξο έσπασε στη μέση. Πήγε να φωνάξει στον Όλιβερ, αλλά είδε ότι ο φίλος του, που είχε φορέσει κιόλας το μεγαλόπρεπο καπέλο του, αντιμετώπιζε μεγάλη πίεση καθώς ζωντάνευαν και τα άλλα τερατόμορφα αγάλματα κατά μήκος του τριφόριου, υπακούοντας στο κάλεσμα του μάγου-δούκα.
«Γιατί βρίσκομαι συνέχεια να πολεμάω πάνω από το χάος;» παραπονέθηκε ο Όλιβερ αποφεύγοντας ένα χτύπημα και καρφώνοντας το τέρας μπροστά του, για να αναστενάξει όταν το λεπτό ξίφος του λύγισε σε ανησυχητικό βαθμό, ενώ μόλις που κατάφερε να τρυπήσει το σκληρό δέρμα του ζωντανεμένου αγάλματος.
Όσοι ήταν συγκεντρωμένοι στον ναό είχαν αντιληφθεί τη σύγκρουση πάνω στο τριφόριο. Οι Κυκλωπιανοί φώναζαν διαταγές, ενώ ο άνθρωπος του δούκα στο βάθρο φώναξε: «Θάνατος στους παράνομους!» και μετά έκανε το τεράστιο σφάλμα να φωνάξει: «Θάνατος στην Πορφυρή Σκιά!»
«Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξαν πολλοί από τα καθίσματα δείχνοντας ανήσυχοι τον Λούθιεν. Η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν κατέφερε ένα τρομερό χτύπημα στο τέρας. Το ξίφος έκοψε τον λαιμό του και κατέβηκε χαμηλά μέχρι το φτερό. Τότε ο Λούθιεν το έσπρωξε με δύναμη, και το τέρας έπεσε από το παραπέτο φτεροκοπώντας ανώφελα —με το τραύμα δεν μπορούσε να κρατηθεί στον αέρα— και βρόντηξε στο δάπεδο.
«Η Πορφυρή Σκιά!» φώναξαν κι άλλοι, ενώ κάποιοι ούρλιαξαν έντρομοι όταν είδαν το τέρας που είχε πέσει ανάμεσά τους.
Ο Όλιβερ, κυνηγημένος από δύο τέρατα, έτρεξε πίσω από τον Λούθιεν στην άκρη της γωνίας όπου το τριφόριο έστριβε στη νότια πλευρά του ναού. Έβγαλε αλαφιασμένος το σχοινί με την αρπάγη, χωρίς να του διαφύγει, συγχρόνως, η σημασία της οχλοβοής που ακουγόταν από κάτω.
Το ξίφος του Λούθιεν πέταξε σπίθες καθώς άνοιγε το μουσούδι ενός τέρατος. Ο νεαρός πολεμούσε μανιασμένα προσπαθώντας να αναχαιτίσει τα θηρία, ήξερε όμως ότι τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο άσχημα, γιατί στο μεταξύ πλησίαζαν κι άλλα ζωντανεμένα αγάλματα από την άλλη πλευρά της γαλαρίας, ενώ κάποια ακόμη διέσχιζαν, πετώντας αργά, τον ανοιχτό χώρο της τεράστιας αίθουσας.
Οι Κυκλωπιανοί είχαν αρχίσει να οργανώνονται από κάτω και προσπαθούσαν να ελέγξουν το ταραγμένο πλήθος. Πολλοί πολίτες σήκωσαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά και έτρεξαν φωνάζοντας στη δυτική πόρτα. Ένας Κυκλωπιανός πήγε να πιάσει τη Σιόμπαν, αλλά άρπαξε μια κλοτσιά στα αχαμνά. Ο δεύτερος φρουρός που στεκόταν δίπλα της ήταν ακόμη πιο άτυχος — μόλις πήγε να την πιάσει, δέχτηκε στα πλευρά ένα βέλος, που ήλθε από κάποιο σημείο στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Και μέσα σε όλα αυτά, κάποιοι άλλοι στέκονταν ακόμη κοιτάζοντας έκπληκτοι, δείχνοντας προς το μέρος του τριφόριου και φωνάζοντας το όνομα του μυστηριώδη κλέφτη με τον πορφυρό μανδύα.
Ο Όλιβερ, που είχε έτοιμο το σχοινί και την αρπάγη, ήξερε πια καλά τη σημασία των όσων συνέβαιναν από κάτω.
«Ναι!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ήλθε η Πορφυρή Σκιά! Λαέ του Μόντφορτ, η ώρα της ελευθερίας σου πλησιάζει!»
«Για το Εριαντόρ!» φώναξε ο Λούθιεν καταλαβαίνοντας αμέσως το σχέδιο του φίλου του. «Στο όνομα του Μπρους Μακντόναλντ!» Μετά πρόσθεσε με πιο σιγαλή φωνή και απελπισμένο τόνο: «Γρήγορα, Όλιβερ!» καθώς τα τέρατα πλησίαζαν πάλι.