Η Σιόμπαν, κοιτάζοντας γύρω της, είδε μια γυναίκα και τα τρία παιδιά της να σκύβουν για να κρυφτούν κάτω από ένα κάθισμα ενώ ένα φτερωτό τέρας πετούσε από πάνω τους χτυπώντας τον αέρα με τα νύχια. Κάρφωσε ένα βέλος στο τέρας και μετά ένα δεύτερο και, καθώς αυτό γύριζε προς το μέρος της, κάμποσοι άντρες πήδησαν ψηλά αφού σκαρφάλωσαν στα καθίσματα, το άρπαξαν και το τράβηξαν κάτω με το βάρος τους.
Η Σιόμπαν κατάλαβε πως όπου και να πήγαινε ήταν το ίδιο αφού οι συμπλοκές γενικεύονταν σε όλο τον ναό. Έτσι κατευθύνθηκε προς το Θυσιαστήριο για να βρει τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, ελπίζοντας να της δοθεί η ευκαιρία να χτυπήσει τον Μόρκνεϊ. Βγήκε από το πλήθος τη στιγμή που η ταπισερί έπεφτε στη θέση της πίσω από τον εραστή της και τον βοηθό του.
Η σκάλα ήταν στενή και κοχλιοειδής, έτσι ο Λούθιεν με τον Όλιβερ έβλεπαν μερικά μόνο μέτρα μπροστά τους καθώς την ανέβαιναν τρέχοντας για να προλάβουν τον δούκα. Πέρασαν μπρος από μερικά μικρά παράθυρα με εσοχές όπου υπήρχαν αγαλματίδια, και ο Λούθιεν κρατούσε το ξίφος του στραμμένο κατά πάνω τους καθώς περνούσαν, φοβούμενος ότι μπορεί να ζωντανέψουν κι αυτά και να τους επιτεθούν.
Είχαν ανεβεί γύρω στα εβδομήντα σκαλοπάτια, όταν ο Λούθιεν σταμάτησε για να στραφεί στον Όλιβερ, που τον ακολουθούσε τυλίγοντας ταυτόχρονα το σχοινί με τη μαγική αρπάγη. Ο νεαρός του είπε να σταματήσει μια στιγμή και να αφουγκραστεί.
Άκουσαν ψαλμούς λίγο πιο πάνω στη γυριστή σκάλα.
Ο Λούθιεν έπεσε μπρούμυτα πάνω στα σκαλοπάτια προσπαθώντας να τραβήξει και τον Όλιβερ κάτω. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο ξαφνιασμένος χάφλινγκ, ακούστηκε μια αλυσίδα από εκρήξεις που κατέβαιναν τη σκάλα, ένας κεραυνός που εξοστρακιζόταν από τοίχο σε τοίχο. Πέρασε σφυρίζοντας πάνω από τον Λούθιεν, που αισθάνθηκε το κέντρισμα της ενέργειας στη ραχοκοκαλιά του, και χάθηκε. Ο Μπέντγουιρ γύρισε περιμένοντας να δει το μαυρισμένο σώμα του Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ ήταν ακόμη όρθιος, προσπαθούσε να ισιώσει το στραπατσαρισμένο καπέλο του και να φτιάξει το σπασμένο, πορτοκαλί φτερό.
«Ξέρεις», είπε αδιάφορα, «μερικές φορές δεν είναι και τόσο κακό να είσαι κοντός».
Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω και άρχισαν να τρέχουν πάλι, με τον νεαρό να ανεβαίνει τα σκαλιά δύο-δύο για να προλάβει τον δούκα πριν τους δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα.
Καθώς ανέβαινε, πρόσεξε τα βαθιά σημάδια που είχε αφήσει ο κεραυνός στα σημεία όπου είχε χτυπήσει τον πέτρινο τοίχο. Συγχρόνως αναρωτιόταν τι στην ευχή κάνει! Πώς είχαν οδηγηθεί τα πράγματα ως εδώ; Πώς γινόταν, αυτός, ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, να κυνηγά τώρα έναν μάγο-δούκα στον ψηλότερο πύργο του ψηλότερου κτιρίου του Εριαντόρ;
Κούνησε το κεφάλι του συνεχίζοντας να ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βρίσκει καμιά απάντηση.
Η περιστροφική σκάλα συνεχιζόταν ατελείωτη ώσπου, ξαφνικά, τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και τρόμο. Έσκυψε ξεφωνίζοντας καθώς ένα βαρύ τσεκούρι χτύπησε στον πέτρινο τοίχο πάνω από το κεφάλι του. Δυο Κυκλωπιανοί έκλειναν τη σκάλα, ο ένας πίσω από τον άλλο.
Το παλληκάρι πέρασε αμέσως στην επίθεση με το ξίφος του, αλλά ο Κυκλωπιανός διέθετε μια μεγάλη ασπίδα, καθώς επίσης και το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν ψηλότερα, έτσι ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να τον χτυπήσει. Το τσεκούρι του φρουρού γινόταν πολύ επικίνδυνο κάθε φορά που πλησίαζε πολύ ο Λούθιεν, γι’ αυτό αναγκαζόταν σύντομα να υποχωρήσει πάλι.
«Σκότωσέ τους!» φώναξε ο Όλιβερ πίσω του. «Πρέπει να προλάβουμε τον μάγο πριν μας ετοιμάσει καμιά άλλη έκπληξη!»
Εύκολο να το λες αλλά δύσκολο να το κάνεις, σκεφτόταν ο Λούθιεν, αφού δεν μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τον μεγαλόσωμο και καλά προστατευμένο εχθρό του. Σε ομαλό έδαφος, οι δυο φίλοι θα είχαν απαλλαχτεί ήδη από τους δύο Κυκλωπιανούς, τώρα όμως ο Λούθιεν άρχισε να φοβάται ότι είναι αδυνατο να ελιχθούν σε μια τόσο στενή σκάλα.
Σκέφτηκε μήπως πρέπει να γυρίσουν πίσω στον ναό, όπου τουλάχιστον θα μπορούσαν να προσφέρουν την βοήθειά τους.
Ένα βέλος πέρασε πάνω από το κεφάλι του σφυρίζοντας. Ο Κυκλωπιανός, που είχε την ασπίδα χαμηλά για να εμποδίζει τα συνεχή χτυπήματα του ξίφους, το δέχτηκε στο στήθος και παραπάτησε.
Αμέσως, ανέβασε ενστικτωδώς την ασπίδα και ο Λούθιεν δεν έχασε την ευκαιρία, αλλά τον κάρφωσε με το ξίφος στο γόνατο. Ο μονόφθαλμος έπεσε πίσω στη σκάλα, και ο δεύτερος φρουρός αμέσως το έβαλε στα πόδια.
Το στιλέτο του Όλιβερ τον βρήκε στην πλάτη δυο σκαλοπάτια παραπάνω.
Ο Λούθιεν είχε αποτελειώσει τον πρώτο Κυκλωπιανό όταν ο δεύτερος γύρισε ουρλιάζοντας από τον πόνο — για να δεχτεί κι αυτός ένα βέλος στο στήθος.