Выбрать главу

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ γύρισαν και είδαν τη Σιόμπαν πίσω τους.

«Τρέχα!» φώναξε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, ξέροντας ότι ο ερωτευμένος νεαρός θα ήθελε να σταματήσει, για να κάνει γλύκες με την αγαπημένη του. Ο Λούθιεν όμως, προς τιμή του, είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα περνώντας πάνω από τους πεσμένους φρουρούς. «Πρέπει να προλάβουμε οπωσδήποτε τον μάγο…»

«…Πριν μας ετοιμάσει κι άλλη έκπληξη!» αποτελείωσε τη φράση του μικρόσωμου άνδρα ο Λούθιεν.

Ανέβηκαν έτσι διακόσια σκαλοπάτια, και ο Λούθιεν αισθανόταν πια τα πόδια του να τον πονούν, έτοιμα να λυγίσουν από την εξάντληση. Σταμάτησε για μια στιγμή, για να στραφεί προς τον φίλο του.

«Αν καθυστερήσουμε, σίγουρα θα μας περιμένει καμιά μεγάλη έκρηξη», είπε ο Όλιβερ παραμερίζοντας τις μπούκλες της μαύρης περούκας από το πρόσωπό του.

Ο Λούθιεν έριξε πίσω το κεφάλι, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ανεβαίνει ξανά.

Είχαν ανέβει άλλα εκατό σκαλοπάτια όταν φάνηκε από πάνω το φως της μέρας. Έφτασαν σε ένα κεφαλόσκαλο, μετά ανέβηκαν άλλα πέντε σκαλιά και βρέθηκαν στην οροφή του πύργου, έναν ανοιχτό κυκλικό χώρο γύρω στα δέκα μέτρα διάμετρο με χαμηλές επάλξεις γύρω γύρω.

Απέναντι τους στεκόταν ο Μόρκνεϊ γελώντας σαν μανιακός. Η φωνή του άλλαζε, γινόταν πιο βαθιά και τραχιά, πιο απειλητική. Ο Λούθιεν βγήκε στην οροφή αλλά σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας με φρίκη, καθώς το σώμα του δούκα τρανταζόταν βίαια και μετά άρχισε να συστρέφεται και να αλλάζει σχήμα.

Και να μεγαλώνει.

Το δέρμα του Μόρκνεϊ έγινε πιο σκούρο και σκλήρυνε, βγάζοντας στρώματα από λέπια στα χέρια και στον λαιμό. Το κεφάλι του φούσκωσε αλλόκοτα, βγάζοντας μεγάλα μυτερά δόντια και μια διχαλωτή γλώσσα. Γρήγορα το πρόσωπό του μάγου κατέληξε να μοιάζει με το μουσούδι ενός γιγάντιου φιδιού, ενώ στο πάνω μέρος του κεφαλιού του φύτρωσαν καμπυλωτά κέρατα. Ο κόκκινος χιτώνας έμοιαζε τώρα σαν κοντή φούστα πάνω του, γιατί το ύψος του Μόρκνεϊ είχε διπλασιαστεί και, το στήθος του, τόσο μικρό και κοκαλιάρικο πριν, ήταν τώρα πελώριο και τέντωνε τον φαρδύ χιτώνα μέχρι διάρρηξης. Δυο μεγάλα και δυνατά χέρια ξεπρόβαλαν τώρα από τα μανίκια και δάχτυλα με τρομερά νύχια αυλάκωναν τον αέρα, καθώς ο δούκας συνέχιζε την οδυνηρή μεταμόρφωσή του.

Από το στόμα του ερπετού έτρεχαν σάλια που τσιτσίριζαν σαν οξύ όπου έπεφταν, στην πέτρα, ανάμεσα στα πόδια του τέρατος, κοντά στις κουρελιασμένες μπότες του Μόρκνεϊ. Με μια κίνηση των ώμων, το τέρας ελευθερώθηκε από τον κόκκινο χιτώνα. Πίσω του ξεδιπλώθηκαν φτερά νυχτερίδας, ενώ η μαύρη σάρκα και τα λέπια του κάπνιζαν από το πυρ της αβύσσου.

«Ο Μόρκνεϊ!» ψιθύρισε ο Λούθιεν.

«Δε νομίζω», απάντησε ο Όλιβερ. «Ίσως θα ’πρεπε να κατεβούμε πάλι κάτω».

24

Ο δαίμονας

«Λεν είμαι πια ο Μόρκνεϊ», είπε το τέρας. «Δείτε τη δύναμη του Πρεχοτέκ και φοβηθείτε!»

«Πρεχοτέκ;» ψιθύρισε ο Λούθιεν, νιώθοντας όντως φόβο.

«Ένας δαίμονας», απάντησε ο Όλιβερ αγκομαχώντας — και ο Λούθιεν ήξερε ότι το λαχάνιασμά του δεν οφειλόταν μόνο στη σκάλα που είχαν ανεβεί. «Ο μάγος παραχώρησε το υλικό του σώμα σε κάποιον δαίμονα!»

«Δεν είναι χειρότερος από τον δράκοντα», ψιθύρισε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να ηρεμήσει κάπως τον Όλιβερ και τον εαυτό του.

«Δεν τον νικήσαμε τον δράκοντα», του υπενθύμισε ο Όλιβερ.

Ο δαίμονας κοίταξε γύρω του, με την ανάσα του να γίνεται αχνός μέσα στον κρύο, οκτωβριάτικο αέρα. «Α», είπε. «Είναι τόσο ωραία να είμαι πάλι στον κόσμο! Θα καταβροχθίσω εσάς τους δύο και εκατοντάδες άλλους μέχρι να βρει ο Μόρκνεϊ τη θέληση να με στείλει πάλι πίσω στην άβυσσο!»

Ο Λούθιεν δεν αμφέβαλε καθόλου για τον ισχυρισμό του. Είχε δει γίγαντες εξίσου πελώριους με τον Πρεχοτέκ, αλλά κανένα πλάσμα, ούτε καν ο Βαλτάσαρ, δεν ακτινοβολούσε μια τόσο ισχυρή και απερίγραπτα κακόβουλη αύρα. Πόσους ανθρώπους έχει φάει αυτός ο δαίμονας; αναρωτήθηκε ο νεαρός, καθώς τον διαπερνούσε ένα ρίγος — δεν ήθελε να μάθει την απάντηση.

Άκουσε κίνηση στη σκάλα πίσω του και ρίχνοντας μια ματιά πίσω είδε τη Σιόμπαν να εμφανίζεται στο κάτω κεφαλόσκαλο με το τόξο στο χέρι.

Ο Λούθιεν πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. Ο νεαρός ερωτευμένος αισθάνθηκε ότι, με την εμφάνιση της Σιόμπαν, διακυβεύονταν τώρα πιο πολλά.

«Έλα μαζί μου, Όλιβερ», είπε ενώ έσφιγγε δυνατά το ξίφος του, σκοπεύοντας να ορμήσει στον δαίμονα ακόμη κι αν έτσι υπέγραφε την καταδίκη του.

Πριν προλάβει ο Όλιβερ έστω και να γυρίσει το κατάπληκτο βλέμμα του στον φίλο του, ο Πρεχοτέκ σήκωσε το χέρι του ψηλά κι έσφιξε την πελώρια γροθιά του.