Ένας τρομερός άνεμος φύσηξε ξαφνικά από τις επάλξεις στα αριστερά τους, χτυπώντας με τις ριπές του τους δύο συντρόφους. Την ίδια στιγμή η Σιόμπαν εκτόξευσε το βέλος της, αλλά ο άνεμος το παρέσυρε και το πέταξε μακριά.
Ο Λούθιεν μισόκλεισε τα μάτια και ύψωσε το χέρι του για να προστατευτεί από τον θυελλώδη άνεμο, ενώ ο μανδύας και τα ρούχα του ανέμιζαν προς τα δεξιά πλαταγίζοντας και χτυπώντας τον Όλιβερ. Το καπέλο του χάφλινγκ έφυγε από το κεφάλι του και άρχισε να υψώνεται στον αέρα.
Ο Όλιβερ, ενστικτωδώς πήδησε και το έπιασε, αφήνοντας να πέσει το ξίφος από το χέρι του, αλλά την επόμενη στιγμή βρέθηκε να πετάει κι αυτός κάνοντας τούμπες στον αέρα. Τη στιγμή που γύρισε πάλι όρθιος, βρισκόταν κιόλας ψηλά στο κενό, έχοντας περάσει πάνω από τις επάλξεις. Ο εμβρόντητος Όλιβερ είδε ότι βρισκόταν κιόλας τέσσερα-πέντε μέτρα μακριά από τον πύργο, όταν ο Πρεχοτέκ χαμογέλασε χλευαστικά και σταμάτησε τον άνεμο.
Ο Όλιβερ έβγαλε μια στριγγλιά καθώς χανόταν από τα μάτια τους, πέφτοντας σαν πέτρα.
Με μια κραυγή μανίας για τον χαμένο φίλο του ο Λούθιεν όρμησε ίσια πάνω στον δαίμονα χτυπώντας άγρια με το ξίφος. Τα απανωτά βέλη της Σιόμπαν περνούσαν σε μια σχεδόν συνεχή γραμμή πάνω από το κεφάλι του χτυπώντας ξανά και ξανά το θηρίο, αλλά ο Λούθιεν δεν ήταν σίγουρος αν έκαναν καμιά ζημιά στον πανίσχυρο δαίμονα.
Κατάφερε να προκαλέσει μια μικρή αμυχή στον Πρεχοτέκ, αλλά μετά το ξίφος του παραμερίστηκε από ένα δυνατό χτύπημα. Ο Λούθιεν έπεσε στο ένα γόνατο για να αποφύγει το χέρι του τέρατος που πέρασε πάνω από το κεφάλι του, και μετά, αφού πετάχτηκε πάλι όρθιος, πήδησε προς τα πίσω ρουφώντας την κοιλιά του για να ξεφύγει από το επόμενο χτύπημα.
Ένα βέλος γρατσούνισε τον λαιμό του Πρεχοτέκ, πράγμα που έκανε τον δαίμονα να γρυλίσει.
Ο Λούθιεν όρμησε με έναν κατευθείαν ξιφισμό που έκοψε τις σάρκες του τεράστιου μηρού του δαίμονα. Μετά τραβήχτηκε στο πλάι αποφεύγοντας τα δόντια του ερπετού, όμως το πελώριο χέρι του τον βρήκε στον ώμο πριν προλάβει να ξαναβρεί την ισορροπία του. Τα νύχια του θηρίου αυλάκωσαν τη σάρκα του τινάζοντάς τον στο πλάι.
Είχε την ετοιμότητα να χτυπήσει άλλη μια φορά με το ξίφος του καθώς έπεφτε, τραυματίζοντας τον Πρεχοτέκ στις αρθρώσεις του χεριού.
Ο Λούθιεν ήξερε ότι τούτο το τελευταίο χτύπημα είχε πονέσει τον δαίμονα, αλλά σχεδόν μετάνιωσε γι’ αυτό καθώς ο Πρεχοτέκ γύρισε προς το μέρος του με τα φιδίσια μάτια του να αστράφτουν από πύρινη μανία.
Ξάφνου, είδε και κάτι άλλο τότε, ένα τρεμόπαιγμα στα μάτια του δαίμονα και ένα μικρό τρεμούλιασμα στο φιδίσιο στόμα του.
Ένα βέλος είχε καρφωθεί στον λαιμό του Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν, βλέποντας ότι το τρεμούλιασμα συνεχιζόταν, σκέφτηκε ότι ο Πρεχοτέκ δεν ήταν τόσο σίγουρος μέσα σε αυτό το υλικό σώμα.
Ο δαίμονας ορθώθηκε πυργωνόμενος πάνω από τον Λούθιεν σαν να ήθελε να χλευάσει τις υποψίες του. Έστρεψε το εξαγριωμένο βλέμμα του προς τη σκάλα και από τα μάτια του ξεπήδησαν δύο δέσμες κόκκινης ενέργειας που, αφού ενώθηκαν μεταξύ τους, μερικά εκατοστά μπροστά στο πρόσωπό του, διέσχισαν σφυρίζοντας τον αέρα, χτύπησαν τη Σιόμπαν και την πετάξαν πίσω στα σκαλιά.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε την καρδιά του να σταματά.
Στο μεταξύ ο Όλιβερ, κρεμασμένος στον τοίχο του πύργου, έβαλε πάλι το καπέλο στο κεφάλι του. Το περίφημο καπέλο ήταν σχετικά ίσιο, αλλά η περούκα από κάτω είχε γυρίσει τα μπρος πίσω και τα μακριά, μαύρα μαλλιά κρέμονταν μπροστά στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει. Τα πόδια του και ο ένας γοφός του πονούσαν από το χτύπημα που είχε δεχθεί όταν βρόντηξε με το πλευρό πάνω στον πέτρινο τοίχο, ενώ τα χέρια του τον πονούσαν κι αυτά έτσι όπως ήταν γατζωμένα με απελπισία από το σχοινί της μαγικής αρπάγης.
Ήξερε ότι δεν μπορεί να μείνει κρεμασμένος εκεί αιώνια, γι’ αυτό βρήκε το κουράγιο να κοιτάξει πάνω διώχνοντας με ένα τίναγμα τα μαλλιά από το πρόσωπό του. Η αρπάγη του —αυτή η υπέροχη, μαγική αρπάγη!— είχε πιαστεί γερά στο κυρτό τοίχωμα, αλλά δεν ήταν αρκετά κοντά στις επάλξεις του πύργου για να μπορέσει ο Όλιβερ να σκαρφαλώσει μέχρι εκεί, ούτε κι έφτανε το σχοινί για να κατεβεί στο δρόμο από κάτω.
Είδε την εσοχή ενός παραθύρου λίγο πιο πάνω, προς τα αριστερά.
«Είσαι τόσο γενναίος!» ψιθύρισε στον εαυτό του και, κρατώντας πάντα το σχοινί, πάτησε με τα πόδια του στον τοίχο στέκοντας κάθετα ως προς τον πύργο μα οριζόντια ως προς το έδαφος. Σιγά-σιγά άρχισε να περπατά προς τα δεξιά, και όταν είδε ότι είχε προχωρήσει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση έτσι ώστε να πάρει φόρα, στράφηκε πάλι προς τ’ αριστερά, προς το παράθυρο, κι άφησε το βάρος του να τον παρασύρει σε μια αιώρηση όπως αυτή ενός εκκρεμούς, ενώ συγχρόνως επιτάχυνε την πορεία του με το να τρέχει πάνω στον τοίχο, όντας το σώμα του πάντα κάθετο ως προς αυτόν. Στο τέλος της αιώρησης έκανε βουτιά και μόλις που κατάφερε να πιαστεί με τα δάχτυλα του ενός χεριού στο γείσο του παραθύρου. Με λίγη προσπάθεια, κατάφερε να ανεβεί στο περβάζι.