Выбрать главу

Κοίταξε γύρω του μουρμουρίζοντας θυμωμένα και είδε ότι από κάτω ήταν μαζεμένος κόσμος, ενώ αρκετοί έδειχναν προς το μέρος του φωνάζοντας στους άλλους να κοιτάξουν. Σε κάποια απόσταση είδε μια δύναμη Πραιτωριανών που σίγουρα έρχονταν για να καταπνίξουν την εξέγερση.

Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι. Ίσιωσε το καπέλο του και τράβηξε τρεις φορές το σχοινί για να ελευθερώσει την αρπάγη. Ίσως κατάφερνε να την κολλήσει πιο χαμηλά για να κατεβεί από τον πύργο έγκαιρα και να προλάβει να ξεφύγει πριν φτάσουν οι Κυκλωπιανοί, έμεινε όμως και ο ίδιος κατάπληκτος με τον εαυτό του όταν πέταξε την αρπάγη προς τα πάνω, πιο ψηλά στον τοίχο και κοντά σε ένα άλλο παράθυρο.

Σπρωγμένος από τη δύναμη της φιλίας, ο Όλιβερ άρχισε να ανεβαίνει πάλι ενώ ο κόσμος από κάτω τον ενθάρρυνε με φωνές.

«Μερικές φορές το να έχεις έναν φίλο δεν είναι και τόσο καλό πράγμα», μουρμούρισε ο χάφλινγκ, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει αποφασισμένα.

Μέσα στον καθεδρικό ναό, η εξέγερση είχε μετατραπεί σε άτακτη φυγή. Πολλοί Κυκλωπιανοί ήταν νεκροί, ενώ όσοι ζούσαν ακόμη ήταν διασκορπισμένοι και περικυκλωμένοι, αλλά ο κόσμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη φρικτή στρατιά των νεκρών του Μόρκνεϊ και τα ζωντανεμένα τέρατα. Οι Κάτερς προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τον πανικόβλητο κόσμο, να τους συγκεντρώσουν όλους μαζί για να εφορμήσουν και να καταφέρουν να φτάσουν σε κάποια έξοδο.

Το μόνο που είχε σημασία για τους επαναστάτες εκείνη τη στιγμή ήταν να ξεφύγουν από τον ναό.

Φαίνεται όμως ότι αυτό το είχαν αντιληφθεί οι Κυκλωπιανοί και τα τέρατα, γι’ αυτό όπου κι αν πήγαινε ο κόσμος τα συναντούσε μπροστά του.

Και τα φρικτά, κινούμενα πτώματα τους κυνηγούσαν παντού, πιάνοντας με τα κοκαλιάρικα χέρια τους όσους δεν ήταν αρκετά γρήγοροι για να τα αποφύγουν.

Ένα πρωτόγονο ουρλιαχτό ασυγκράτητης μανίας συνόδευε την άγρια επίθεση του Λούθιεν. Το μόνο που ήθελε ήταν να σκοτώσει αυτό το βδελυρό κτήνος, ενώ ο ίδιος δεν νοιαζόταν καθόλου για τη δική του ασφάλεια. Ο δαίμονας άπλωσε τα χέρια του για να τον πιάσει καθώς πλησίαζε, αλλά ο Λούθιεν με δυο αστραπιαία, διαδοχικά χτυπήματα προκάλεσε βαθιά τραύματα και στα δύο χέρια του Πρεχοτέκ.

Χαμήλωσε τον ώμο του και όρμησε μπροστά χτυπώντας το τεράστιο τέρας με το ξίφος, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να το κλοτσήσει.

Ο δαίμονας, καταλαβαίνοντας, φαίνεται, ότι αυτή η μανία έκανε επικίνδυνο τον αντίπαλό του, άρχισε να χτυπά τα νυχτεριδίσια φτερά του και να υψώνεται στον αέρα.

«Όχι!» φώναξε ο Λούθιεν. Δεν τον απασχολούσε ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετώπιζε αν ο Πρεχοτέκ του επιτιθόταν από ψηλά, απλώς είχε εξαγριωθεί με τη σκέψη ότι μπορεί να του ξέφευγε αυτό το δολοφονικό τέρας. Πήδησε όσο μπορούσε, υψώνοντας ταυτόχρονα το ξίφος, αλλά δέχτηκε το αναπόφευκτο χτύπημα στην πλάτη από το χέρι και τα νύχια του δαίμονα, ο οποίος, πάντως, αναγκάστηκε να σταματήσει το πέταγμά του.

Δεν αισθάνθηκε τον πόνο, ούτε καν κατάλαβε ότι αιμορραγεί. Το μόνο που ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν θυμό, έναν ασυγκράτητο μανιασμένο θυμό που τον έκανε να συγκεντρώσει όλη του τη δύναμη στην προσπάθειά του και να μπήξει έτσι το ξίφος βαθιά στην κοιλιά του Πρεχοτέκ. Μια πράσινη γλίτσα που κάπνιζε ξεχύθηκε από το τραύμα σκεπάζοντας το χέρι του Λούθιεν, αλλά ο πεισματάρης νεαρός μούγκρισε και κίνησε το ξίφος μπρος πίσω, προσπαθώντας να ξεκοιλιάσει το τέρας. Κοίταξε τον Πρεχοτέκ στα μάτια καθώς έκοβε, και είδε πάλι εκείνο το τρεμούλιασμα, μια ένδειξη ότι ο δαίμονας δεν ήταν τόσο ασφαλής μέσα στο υλικό σώμα του μάγου.

Το δυνατό χέρι του Πρεχοτέκ τον χτύπησε στον ώμο, έτσι ώστε ο Λούθιεν βρέθηκε ξαφνικά γονατισμένος πάλι στο δάπεδο του πύργου, ζαλισμένος από το πλήγμα. Ο δαίμονας υψώθηκε πάλι απλώνοντας τα φτερά του πάνω από τον Λούθιεν, σαν αετός που ετοιμάζεται να πέσει πάνω στην ανήμπορη λεία του.

Από κάπου μακριά, ο Λούθιεν άκουσε μια φωνή — τη φωνή της Σιόμπαν.

«Σιχαμένο τέρας!» γρύλισε η Σιόμπαν, εκτοξεύοντας ένα ακόμη βέλος.

Ο Πρεχοτέκ το είδε να έρχεται αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει —το ατένιζε έτσι μέχρι την τελευταία στιγμή που καρφώθηκε στο μάτι του.

Η Σιόμπαν! σκέφτηκε ο Λούθιεν και ενστικτωδώς πήρε ανάσα σηκώνοντας το ξίφος πάνω από το κεφάλι του.

Ο Πρεχοτέκ, πέφτοντας, καρφώθηκε πάνω στο ξίφος μέχρι τη λαβή. Ο δαίμονας άρχισε να σφαδάζει, μετά όμως σταμάτησε και κοίταξε αλλόκοτα τον Λούθιεν.