«Κόμη Μπέντγουιρ», είπε γλυκά, «σε παρακαλώ, δείξε με τον αντίχειρα κάτω».
Ο Γκάχρις κόντεψε να πνιγεί. Αν έδειχνε με τον αντίχειρα προς τα κάτω, αυτό σήμαινε ότι ο ηττημένος έπρεπε να σκοτωθεί. Αλλά δεν ήταν αυτό το έθιμο στα νησιά: οι μονομαχίες ήταν μόνο για σπορ και προπόνηση!
Η Ελένια ξεφώνισε θυμωμένη, γεγονός που κέντρισε ακόμη περισσότερο τη μοχθηρή Αβονίζ.
«Αντίχειρα προς τα κάτω», είπε πάλι ήρεμα, κοιτάζοντας με σταθερότητα την Ελένια που διαμαρτυρόταν. Δεν ήταν δύσκολο για την Αβονίζ να φανταστεί τα σχέδια που είχε η Ελένια για τον βάρβαρο, γι’ αυτό ένιωθε υπέροχα που θα στερούσε την απόλαυση από τη νεότερη αντίζηλό της. «Ο γιος σου είναι υπέρμαχός μου, φοράει το μαντίλι μου και επομένως έχω το δικαίωμα να αποφασίσω».
«Μα…» ήταν το μόνο που κατάφερε να τραυλίσει ο Γκάχρις, γιατί ο Όμπρεϊ άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τον ώμο.
«Είναι όντως δικαίωμά της, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση», είπε ο υποκόμης που δεν τολμούσε να δυσαρεστήσει τη σκληρόκαρδη συνοδό του.
«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ πολέμησε γενναία», διαμαρτυρήθηκε ο Γκάχρις.
«Τον αντίχειρα προς τα κάτω!» είπε αργά η Αβονίζ τονίζοντας κάθε λέξη, ενώ γύριζε για να κοιτάξει τον Γκάχρις στα μάτια.
Ο Γκάχρις είδε τον υποκόμη να κάνει ένα καταφατικό νεύμα. Προσπάθησε να ζυγίσει τις συνέπειες της επικείμενης απόφασής του. Ο ισχυρισμός της Αβονίζ ήταν σωστός: σύμφωνα με τους αρχαίους κανόνες, αφού ο Λούθιεν είχε συμφωνήσει να γίνει υπέρμαχός της, η ίδια είχε το δικαίωμα να αποφασίσει τη μοίρα του ηττημένου αντιπάλου του. Αν ο Γκάχρις αρνιόταν να δώσει την εντολή, θα είχε σοβαρά προβλήματα από τον κόμη του Μόντφορτ, ίσως ακόμη και έναν στόλο που θα έκανε εισβολή στο νησί για να του πάρει την εξουσία. Ο Μόρκνεϊ αναζητούσε συνεχώς αφορμές για να αντικαταστήσει τους ευγενείς που του δημιουργούσαν προβλήματα.
Ο Γκάχρις παραμέρισε μαλακά την Αβονίζ και κοίταξε στην αρένα, όπου ο Λούθιεν στεκόταν ακόμη πάνω από τον πεσμένο Γκαρθ Ρόγκαρ περιμένοντας το σήμα για να τον αφήσει να σηκωθεί και το χειροκρότημα που είχαν κερδίσει και οι δύο επάξια. Και έμεινε εμβρόντητος όταν είδε τον πατέρα του να απλώνει το χέρι με τον αντίχειρα προς τα κάτω.
Ο Λούθιεν κοίταζε σαστισμένος για αρκετή ώρα, χωρίς σχεδόν να ακούει τις φωνές της Αβονίζ που τον παρακινούσαν να αποτελειώσει τον Γκαρθ. Κοίταξε τον φίλο του. Η σκέψη να σκοτώσει αυτό τον άνθρωπο δεν χωρούσε στο μυαλό του.
«Κόμη Γκάχρις!» είπε ανυπόμονα ο Όμπρεϊ.
Ο Γκάχρις φώναξε τον αρενάρχη, αλλά κι αυτός ήταν εξίσου σαστισμένος με τον Λούθιεν.
«Καν’ το!» φώναξε η απάνθρωπη Αβονίζ. «Όμπρεϊ;»
Ο υποκόμης έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του κοιτάζοντας έναν από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς πίσω τους, εκείνον με την παράξενη βαλλίστρα.
Ο Λούθιεν στο μεταξύ οπισθοχωρούσε απλώνοντας το χέρι στον φίλο του. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ το έπιασε κι άρχισε να σηκώνεται, όταν ακούστηκε ο μεταλλικός κρότος της βαλλίστρας. Ο γίγαντας τραντάχτηκε ξάφνου σφίγγοντας δυνατά το χέρι του Λούθιεν.
Ο Λούθιεν στην αρχή δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Μετά, το σφίξιμο του Γκαρθ χαλάρωσε και θα ’λεγες ότι ο χρόνος άρχισε ξαφνικά να κυλάει πιο αργά, καθώς ο περήφανος πολεμιστής σωριάστηκε πάλι στο χώμα.
3
Αντίο αδελφέ μου
Ο Λούθιεν κοίταζε άφωνος τον Γκαρθ Ρόγκαρ και την έκπληκτη έκφραση που υπήρχε στο τραχύ και μωλωπισμένο πρόσωπο του φίλου του. Έκπληκτη, ακόμη και στον θάνατο, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του θανάτου.
«Φύγε, Θάνατε!» φώναξε γοερά ο Λούθιεν πετώντας το ξίφος του και γονατίζοντας δίπλα στον Γκαρθ. «Φύγε, δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ! Πήγαινε βρες κανένα γέροντα ή κανένα βρέφος που δεν έχει τη δύναμη να επιζήσει σε αυτό τον σκληρό κόσμο, μην παίρνεις όμως αυτό τον άντρα, αυτό τον νέο που είναι μικρότερος από μένα». Ο Λούθιεν έπιασε το χέρι του Γκαρθ Ρόγκαρ και σήκωσε το κεφάλι του φίλου του με το άλλο χέρι. Αισθανόταν τη θερμότητα να φεύγει από το σώμα του Ρόγκαρ, ενώ ο ιδρώτας που τον είχε λούσει στη διάρκεια της μάχης κρύωνε γοργά. Ο Λούθιεν πήγε να μιλήσει πάλι, να τραυλίσει κι άλλες διαμαρτυρίες, αλλά του ήταν αδύνατον. Τι μπορούσε να πει στον Θάνατο, σ’ αυτό το αναίσθητο πνεύμα που δεν ακούει τις διαμαρτυρίες των θυμάτων του; Τι ωφελούσαν τα λόγια, όταν το νεανικό και δυνατό σώμα του Γκαρθ Ρόγκαρ είχε αρχίσει κιόλας να κρυώνει;
Ο Λούθιεν κοίταξε απελπισμένος στο θεωρείο με μια έκφραση σύγχυσης και ασυγκράτητου θυμού. Όμως, η παρέα του Όμπρεϊ μαζί με τον Γκάχρις είχαν φύγει. Ο Ίθαν, που καθόταν λίγο πιο ψηλά στις κερκίδες, είχε αποχωρήσει κι αυτός. Το βλέμμα του Λούθιεν έτρεχε δεξιά κι αριστερά. Πολλοί θεατές είχαν φύγει, αλλά μερικοί ήταν ακόμη στις κερκίδες, ψιθύριζαν δείχνοντας κατάπληκτοι τον Ρόγκαρ που κειτόταν στο χώμα και τον γιο του Μπέντγουιρ που ήταν σκυμμένος από πάνω του.