Выбрать главу

Και ο Λούθιεν κοίταζε παράξενα το ξίφος του, που η λαβή του παλλόταν από τους χτύπους της καρδιάς του Πρεχοτέκ.

Με ένα εκκωφαντικό μουγκρητό και έναν βίαιο σπασμό που έσπασε το ξίφος στη λαβή, ο Πρεχοτέκ έπεσε προς τα πίσω, πάνω στο παραπέτο.

Ο Σιόμπαν του κάρφωσε άλλο ένα βέλος, αλλά δεν είχε πια σημασία. Ο δαίμονας συνέχιζε να σφαδάζει, ενώ από την κοιλιά του ξεχύνονταν έντερα ανακατυεμένα με κόκκινο και πράσινο αίμα.

Ο Λούθιεν στάθηκε περήφανα μπροστά του, προσπαθώντας να διώξει τη ζάλη και τον πόνο του και κοίταξε στα μάτια το τέρας που πίστευε ότι είχε νικηθεί.

Είδε λίγο καθυστερημένα τις κόκκινες φωτιές στα μάτια του δαίμονα και προσπάθησε να σκύψει καθώς οι δέσμες της κόκκινης ενέργειας ενώθηκαν πάλι εκτοξευόμενες σαν κεραυνός.

Ο Λούθιεν τινάχτηκε πίσω κατρακυλώντας, ενώ η Σιόμπαν έπεφτε πάλι κάτω από το πλατύσκαλο. Αυτή τη φορά κύλησε στη σκάλα και βρόντηξε δυνατά στο παρακάτω πλατύσκαλο, όπου έμεινε ακίνητη βογγώντας.

Ο Λούθιεν τίναξε το κεφάλι του προσπαθώντας να θυμηθεί πού είναι. Όταν κατάφερε να στραφεί προς την άλλη μεριά της ταράτσας, είδε τον Πρεχοτέκ να στέκεται πάλι όρθιος και να γελάει.

«Νόμιζες ότι τα ασήμαντα όπλα σας μπορούν να νικήσουν τον Πρεχοτέκ;» φώναξε το θηρίο. Έχωσε το χέρι του μέσα στην τεράστια πληγή, στην κοιλιά του, και έβγαλε γελώντας τη λεπίδα του ξίφους του Λούθιεν σκεπασμένη από γλίτσα. «Είμαι ο Πρεχοτέκ, που ζει αμέτρητους αιώνες!»

Ο Λούθιεν δεν είχε άλλη δύναμη για να πολεμήσει με το τέρας. Είχε νικηθεί. Το ήξερε αυτό, όπως ήξερε επίσης ότι αν ο Γκρινσπάροου είχε όντως συμμάχους σαν τον Πρεχοτέκ, όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Μπριντ’Αμούρ και όπως είχε αποδείξει μπροστά στα μάτια του ο Μόρκνεϊ, τότε το σκοτάδι θα σκέπαζε γρήγορα όλο το Εριαντόρ.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε αγκομαχώντας στα γόνατα. Ήθελε να πεθάνει με αξιοπρέπεια, τουλάχιστον. Πάτησε με το ένα πόδι κάτω, αλλά πριν σηκωθεί σταμάτησε και κοίταξε απορημένος το τέρας.

«Όχι!» γρύλισε ο Πρεχοτέκ. Αλλά ο δαίμονας δεν κοίταζε τον Λούθιεν, έμοιαζε να κοιτάζει τον άδειο αέρα. «Εγώ θα τον σκοτώσω! Η σάρκα του είναι η τροφή μου!»

«Όχι», απάντησε η φωνή του Μόρκνεϊ. «Η ζωή του είναι δική μου!»

Το φιδίσιο κεφάλι του Πρεχοτέκ άρχισε να τρεμίζει παίρνοντας αλλόκοτα σχήματα, μέχρι που μετατράπηκε στο πρόσωπο του Μόρκνεϊ. Ξαφνικά φάνηκε για μια στιγμή πάλι το κεφάλι του Πρεχοτέκ, και μετά μεταμορφώθηκε ξανά στο πρόσωπο του μάγου.

Καθώς η πάλη συνεχιζόταν, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η ευκαιρία να χτυπήσει δεν θα κρατούσε πολύ. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να βρει κάποιο όπλο, μαζεύοντας δυνάμεις για να επιτεθεί.

Όταν στράφηκε πάλι μπροστά του, δεν είδε τον Πρεχοτέκ αλλά το κοκαλιάρικο και γυμνό σώμα του Μόρκνεϊ, ο οποίος έσκυβε για να μαζέψει τον χιτώνα του.

«Θα ’πρεπε να είσαι ήδη νεκρός», είπε ο Μόρκνεϊ, βλέποντας τον Λούθιεν να αγωνίζεται για να σηκωθεί όρθιος. «Ξεροκέφαλε ανόητε! Νιώσε περήφανος που κατάφερες να αντέξεις τόση ώρα σε μια σύγκρουση με τον Πρεχοτέκ — νιώσε περήφανος και πέσε κάτω να πεθάνεις!»

Ο Λούθιεν παραλίγο να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του τόσο κουρασμένος και τσακισμένος, πίστευε ότι ο θάνατος δεν ήταν πολύ μακριά. Όμως, έτσι καθώς είχε σκυμμένο το κεφάλι πρόσεξε κάτι, κάτι που τον έκανε να σηκωθεί όρθιος ξανά ενώ θυμόταν με πόνο τις απώλειες αυτής της σύγκρουσης.

Ήταν το ξίφος του Όλιβερ.

Ακούγοντας τον Μόρκνεϊ να γελάει κοροϊδευτικά, ο Λούθιεν πήγε και σήκωσε το λεπτό ξίφος. Έμεινε ακίνητος μερικές στιγμές για να ξαναβρεί την ισορροπία του και μετά τεντώθηκε περήφανα και άρχισε να προχωρά παραπατώντας προς τον εχθρό του.

Ο Μόρκνεϊ, που ήταν ακόμη γυμνός, εξακολούθησε να γελά καθώς ο Λούθιεν πλησίαζε τρεκλίζοντας με το ξίφος να σημαδεύει το στήθος του αντιπάλου του.

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να σε νικήσω;» είπε ο δούκας. «Νομίζεις ότι χρειάζομαι τον Πρεχοτέκ ή οποιονδήποτε άλλο δαίμονα για να σκοτώσω έναν απλό ξιφοφόρο; Έδιωξα τον δαίμονα επειδή ήθελα να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». Βγάζοντας ένα γρύλισμα, ο Μόρκνεϊ σήκωσε τα κοκαλιάρικα χέρια του, με τα δάχτυλα κυρτωμένα σαν νύχια ζώου, κι άρχισε να ψέλνει.

Η πλάτη του Λούθιεν καμπύλωσε ξαφνικά κι ο νεαρός πάγωσε στη θέση του, με τα μάτια διάπλατα από το σοκ και τον αφόρητο πόνο. Ένα κύμα ενέργειας τον διαπέρασε από πίσω προς τα εμπρός, βγαίνοντας από το στήθος του. Συνειδητοποίησε με φρίκη ότι ο Μόρκνεϊ ρουφούσε την ίδια του την ενέργεια, του έκλεβε τη ζωή!

«Μη!» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις του μάγου.

Ο Μόρκνεϊ συνέχισε να απομυζά τη ζωή του Λούθιεν σαν ένα γιγαντιαίο παράσιτο, νιώθοντας μια διεστραμμένη απόλαυση και γελώντας μοχθηρά, ένα πλάσμα εξίσου κακόβουλο με τον δαίμονα που είχε καλέσει.