«Πώς πίστεψες ότι ήταν δυνατό να με νικήσεις;» είπε ο δούκας. «Ξέρεις ποιος είμαι; Μήπως τώρα συνειδητοποιείς τις δυνάμεις της αδελφότητας του Γκρινσπάροου;»
Ακούστηκε πάλι το κοροϊδευτικό γέλιο, όμως ο ετοιμοθάνατος πια Λούθιεν δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα, έτοιμη σχεδόν να σπάσει.
Ξαφνικά, μια θηλιά πέρασε πάνω από το κεφάλι του δούκα και σφίχτηκε γύρω από τους ώμους του. Τα μάτια του Μόρκνεϊ άνοιξαν διάπλατα όταν, στρεφόμενος, αντίκρισε τον Όλιβερ ντε Μπάροους που ανέβαινε από τις επάλξεις.
Ο χάφλινγκ χαμογέλασε απολογητικά κουνώντας το χέρι στον δούκα σαν να τον χαιρετούσε. Ο Μόρκνεϊ, γρυλίζοντας, ετοιμάστηκε να στρέψει τις δυνάμεις του ενάντια στον καινούριο εχθρό του, σίγουρος ότι είχε εξοντώσει τον αναιδή νεαρό.
Τη στιγμή που ελευθερώθηκε από την μαγική ενέργεια, το κυρτωμένο σώμα του Λούθιεν ίσιωσε με έναν σπασμό, όμως, με αυτή την κίνηση, το ξίφος που κρατούσε προτεταμένο τινάχτηκε μπροστά και η αιχμή του βυθίστηκε στο στήθος του ξαφνιασμένου δούκα.
Στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για μια στιγμή, ο Μόρκνεϊ να κοιτάζει κατάπληκτος αυτό τον παράξενο νεαρό, αυτό τον άνθρωπο που μόλις τον είχε σκοτώσει. Ο Μόρκνεϊ γέλασε για κάποιον ανεξήγητο λόγο και μετά σωριάστηκε νεκρός στα χέρια του Λούθιεν.
Κάτω στον ναό, τα ζωντανεμένα αγάλματα μετατράπηκαν αυτόματα σε πέτρα και έγιναν συντρίμμια στο έδαφος, ενώ οι σκελετοί και τα σάπια πτώματα σωριάστηκαν ξανά για να συνεχίσουν τον αιώνιο ύπνο τους.
Ο Όλιβερ κοίταξε κάτω το πλήθος που είχε γίνει τεράστιο και τη μεγάλη δύναμη των Πραιτωριανών, που εκείνη τη στιγμή έμπαινε στην πλατεία δίπλα στη Μητρόπολη.
«Κρέμασέ τον έξω!» φώναξε ο εύστροφος χάφλινγκ στον Λούθιεν.
Αυτός κοίταξε απορημένος τον φίλο του, που τώρα είχε πηδήσει από τις επάλξεις και βρισκόταν κοντά του.
»Κρέμασέ τον απ’ έξω», επανέλαβε ο Όλιβερ. «Να τον δουν να κρέμεται από τον κοκαλιάρικο λαιμό του!»
Η σκέψη και μόνο αυτής της πράξης, προκάλεσε φρίκη στον Λούθιεν.
Ο Όλιβερ έτρεξε κοντά του σπρώχνοντας γοργά τον νεαρό μακριά από τον νεκρό δούκα. «Δεν καταλαβαίνεις;» είπε. «Πρέπει να τον δουν!»
«Ποιοι;»
«Ο λαός σου!» φώναξε ο Όλιβερ και, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε τον Μόρκνεϊ έξω από τις επάλξεις. Η θηλιά γλίστρησε από τους ώμους του δούκα και σφίχτηκε στον λαιμό του, το κοκαλιάρικο, γυμνό του σώμα έπεσε προς τα κάτω σταματώντας με ένα απότομο τράνταγμα πάνω στον τοίχο του πύργου, τριάντα μέτρα ύψος από το έδαφος.
Οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι του Μόντφορτ που ζούσαν τόσα χρόνια κάτω από την τυραννία του Μόρκνεϊ, τον γνώρισαν.
Τον γνώρισαν αμέσως.
Το νικηφόρο πλήθος ξεχύθηκε από τον ναό, από τη βόρεια έξοδο, εξαπλώνοντας την εξέγερση στους δρόμους, παρασύροντας με το μέρος του και πολλούς θεατές.
«Τι κάναμε;» ρώτησε σαστισμένος ο Λούθιεν κοιτάζοντας την άγρια μάχη που είχε αρχίσει από κάτω.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η λεία, χωρίς αμφιβολία, θα γίνει καλύτερη τώρα που βγήκε από τη μέση ο κοκαλιάρης δούκας», απάντησε, πάντα ρεαλιστής και καιροσκόπος.
Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. Αναρωτιόταν για άλλη μια φορά τι είχε κάνει και πώς είχαν καταλήξει εδώ τα πράγματα.
«Λούθιεν;» άκουσε από την άλλη άκρη του πύργου και, γυρίζοντας, είδε τη Σιόμπαν να ακουμπάει εξουθενωμένη στις επάλξεις, με τον γκρίζο χιτώνα της κουρελιασμένο.
Αλλά χαμογελαστή.
Επίλογος
Ένα παχύ στρώμα χιονιού είχε σκεπάσει το ήσυχο Μόντφορτ, καλύπτοντας τις κόκκινες κηλίδες από το αίμα που είχε χυθεί σε όλους σχεδόν τους δρόμους. Ο Λούθιεν ήταν καθισμένος πάνω στη στέγη ενός ψηλού κτιρίου, στην κάτω συνοικία, και κοίταζε την πόλη και τις εκτάσεις στα βόρεια.
Ο λαός του Μόντφορτ είχε επαναστατήσει, και ο Λούθιεν, η Πορφυρή Σκιά, είχε οριστεί άθελά του αρχηγός τους. Είχαν σκοτωθεί πολλοί επαναστάτες, γι’ αυτό συχνά ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθανόταν βαριά την καρδιά του. Έπαιρνε όμως δύναμη από εκείνους που συνέχιζαν να πολεμούν άγρια για την ελευθερία τους, από τους γενναίους επαναστάτες που είχαν ζήσει τόσο καιρό κάτω από την τυραννία του δούκα και τώρα αρνούνταν να επιστρέψουν στην ίδια κατάσταση, ακόμη κι αν χρειαζόταν να πληρώσουν με τη ζωή τους.
Και, προς κατάπληξη του Λούθιεν, νικούσαν. Μια μεγάλη και καλά οπλισμένη δύναμη Κυκλωπιανών είχε ακόμη υπό τον έλεγχό της την άνω πόλη, από την άλλη πλευρά του εσωτερικού τείχους, προστατεύοντας τους πλούσιους εμπόρους που είχαν πλουτίσει ακόμη περισσότερο υπό τη διακυβέρνηση του Μόρκνεϊ. Σύμφωνα με τις φήμες, τη διοίκηση αυτής της δύναμης είχε αναλάβει ο υποκόμης Όμπρεϊ.