Ο Λούθιεν τον θυμόταν καλά τον Όμπρεϊ. Και ευχόταν να είναι σωστές οι φήμες.
Τις πρώτες βδομάδες μετά τον θάνατο του δούκα είχαν ακολουθήσει μανιασμένες μάχες, στις οποίες σκοτώνονταν εκατοντάδες άντρες, γυναίκες και Κυκλωπιανοί, καθημερινά. Γρήγορα όμως ήρθε ο χειμώνας κι έτσι σταμάτησαν οι συγκρούσεις, καθώς οι περισσότεροι προσπαθούσαν απλώς να μην ξεπαγιάσουν ή να μην πεθάνουν από την πείνα. Στην αρχή το κρύο φάνηκε να ευνοεί τους εμπόρους και τους Κυκλωπιανούς, που είχαν καλύτερα καταλύματα στην άνω πόλη, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, ο λαός του Μόντφορτ άρχισε να αποκτά την υπεροχή, αφού είχε υπό τον έλεγχό του το εξωτερικό τείχος, και δεν άφηνε να περάσουν στο εσωτερικό, πολιορκημένο τμήμα τρόφιμα και εφόδια.
Στο μεταξύ η ομάδα της Σιόμπαν μαζί με πολλούς σκληροτράχηλους νάνους συνέχιζαν να προκαλούν καταστροφές στον εχθρό. Ήδη έκαναν σχέδια για μια εκτεταμένη επίθεση στα ορυχεία για να ελευθερώσουν τους υπόλοιπους υποδουλωμένους νάνους.
Όμως ο Λούθιεν δεν μπορούσε να απαλλαχθεί από τις πολλές αμφιβολίες του. Ήταν οι πράξεις του πραγματικά σωστές, ή απλώς επρόκειτο για τις απερίσκεπτες ενέργειες ενός ανόητου; Πόσοι θα σκοτώνονταν επειδή είχε επιλέξει αυτή την πορεία, επειδή εκείνη τη μοιραία στιγμή στη Μητρόπολη η Πορφυρή Σκιά αποκαλύφθηκε και ο λαός συσπειρώθηκε γύρω της; Ακόμη και με τις εκπληκτικές, αρχικές τους νίκες, τί ελπίδες μπορεί να είχε ο πολιορκημένος λαός του Μόντφορτ; Ο χειμώνας θα ήταν πολύ βαρύς, ενώ την άνοιξη κατά πάσα πιθανότητα θα ερχόταν ο στρατός του Γκρινσπάροου από το Άβον για να ξαναπάρει την πόλη.
Και για να τιμωρήσει τους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν αναστέναξε βαθιά βλέποντας έναν καβαλάρη να βγαίνει καλπάζοντας από τη βόρεια πύλη του Μόντφορτ. Πήγαινε βόρεια για να διαδώσει τα νέα και να πάρει βοήθεια από τα κοντινά χωριά, έστω και μόνο με τη μορφή εφοδίων. Είχαν μάθει για μερικές αψιμαχίες στο Πορτ Τσάρλι, ανατολικά, αλλά ο Λούθιεν δεν είχε πολλές ελπίδες.
«Το ’ξερα ότι θα σε ήσουν εδώ πάνω», ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Ο Λούθιεν γύρισε και είδε τον Όλιβερ να ανεβαίνει στη στέγη. «Τι γίνεται, επιθεωρείς το βασίλειό σου;
Ο Λούθιεν του έριξε μια άγρια ματιά, δείχνοντας ότι δεν έβρισκε τα λόγια του καθόλου αστεία.
»Τέλος πάντων», είπε ο Όλιβερ. « Ήρθα απλώς να σου πω ότι έχεις έναν επισκέπτη».
Ο Λούθιεν κοίταξε με κατάπληξη τη γυναίκα που ανέβηκε κι αυτή στη στέγη. Τα μάτια της ήταν πράσινα σαν της Σιόμπαν, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν νιώθοντας κάποια έκπληξη γι’ αυτό, αλλά τα μαλλιά της είχαν ένα φλογερό, κόκκινο χρώμα. Είχε ψηλή και περήφανη κορμοστασιά, και στα χέρια της κρατούσε κάτι τυλιγμένο σε κουβέρτα. Κοίταζε κι αυτή στα μάτια τον παλιό της φίλο.
«Κατρίν», ψιθύρισε ο Λούθιεν, ενώ το στόμα του είχε στεγνώσει ξαφνικά τόσο πολύ, ώστε σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει.
Η Κατρίν ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Του έδωσε το αντικείμενο που κρατούσε.
Ο Λούθιεν το πήρε με προσοχή, μην ξέροντας τι είναι.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα όταν παραμέρισε την κουβέρτα και είδε τον Τυφλωτή, το πολύτιμο ξίφος της οικογένειας.
«Από τον Γκάχρις, τον πατέρα σου και κόμη του Μπέντγουιντριν», είπε η Κατρίν Ο’Χέιλ με τόνο αυστηρό και αποφασισμένο.
Ο Λούθιεν κοίταξε ερευνητικά τα πράσινα μάτια της, ενώ αναρωτιόταν τι είχε συμβεί στην πατρίδα του.
«Η Αβονίζ είναι αλυσοδεμένη στη φυλακή», είπε η Κατρίν. «Και δεν υπάρχει ούτε ένας ζωντανός Κυκλωπιανός σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν».
Ο Λούθιεν δυσκολευόταν να ανασάνει. Ο Γκάχρις είχε ακολουθήσει το παράδειγμά του, είχε κηρύξει πόλεμο! Ο νεαρός κοίταξε γύρω του, ρίχνοντας το βλέμμα του από τη χαμογελαστή Κατρίν στον χαμογελαστό Όλιβερ και, μετά, στις χιονισμένες στέγες της ήσυχης πόλης.
Ήξερε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση, αλλά αυτήν τη φορά, σε αντίθεση με τα τυφλά γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει σε τούτο το μοιραίο σημείο, η απόφασή του ήταν συνειδητή.
«Πήγαινε στην πόλη, Όλιβερ», είπε. «Πήγαινε και πες στον κόσμο να πάρει κουράγιο. Πες τους ότι ο πόλεμος για την ελευθερία τους μόλις τώρα άρχισε πραγματικά». Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι την περήφανη γυναίκα από το Χέιλ.
«Πήγαινε, Όλιβερ», είπε πάλι. «Πες τους ότι τώρα δεν είναι πια μόνοι».
Επί είκοσι χρόνια, η κάποτε περήφανη γη του Εριαντόρ στενάζει κάτω από τον ζυγό του μάγου-βασιλιά Γκρινσπάροου, που κατέκτησε τη χώρα με τις δαιμονικές του δυνάμεις και με λεγεώνες από τερατώδεις, μονόφθαλμους στρατιώτες. Οι νάνοι και τα νεραϊδογέννητα ξωτικά είναι σκλάβοι, οι άνθρωποι ζουν λίγο καλύτερα.
Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, πολεμιστής και γιος του κόμη Γκάχρις του Μπέντγουιρ, είναι πολύ νέος για να αντιληφθεί την τυραννία του Γκρινσπάροου. Ένα βράδυ όμως αποκαθιστά τη δικαιοσύνη μετά τον φόνο ενός φίλου του και γίνεται φυγάς για να σωθεί από τους φονιάδες του βασιλιά.