Выбрать главу

Ο Λούθιεν στράφηκε πάλι στον Γκαρθ Ρόγκαρ. Είδε την πίσω άκρη του βέλους να προεξέχει από τα πλευρά του και άπλωσε διστακτικά το χέρι του, σαν να πίστευε ότι αν το έβγαζε, ο Γκαρθ Ρόγκαρ θα ζωντάνευε. Πήγε να το αγγίξει, αλλά του ήταν αδύνατο.

Μια κραυγή τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Είδε τους άλλους πολεμιστές να βγαίνουν τρέχοντας από τη στοά με πρώτη την Κατρίν. Έπεσε με τα γόνατα στο χώμα δίπλα στον Ρόγκαρ και αφού τον κοίταξε για μια στιγμή μόνο, άπλωσε το χέρι και του έκλεισε απαλά τα μάτια. Κοίταξε σοβαρή τον Λούθιεν κουνώντας το κεφάλι της.

Αυτός πετάχτηκε όρθιος μουγκρίζοντας, μια κραυγή που έβγαινε από την καρδιά του. Κοίταξε αλαφιασμένος τριγύρω με σφιγμένες τις γροθιές και ξαφνικά βρήκε έναν στόχο για τον μανιασμένο θυμό του. Τράβηξε το μαντίλι της Αβονίζ από τη ζώνη του, το πέταξε κάτω και το ποδοπάτησε.

«Στον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ», είπε με επίσημη φωνή, «φίλου και συντρόφου μου, εγώ, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, ορκίζομαι…»

«Αρκετά», τον έκοψε η Κατρίν. Ήρθε δίπλα του και του έπιασε το χέρι με τα δικά της, ενώ ο Λούθιεν την κοίταζε άναυδος, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον διέκοπτε σε μια τόσο επίσημη στιγμή. Το πρόσωπο της Κατρίν όμως δεν έδειχνε καμιά μεταμέλεια για την απρόσμενη πράξη της — η έκφρασή της ήταν ικετευτική.

«Αρκετά, Λούθιεν», του είπε ψύχραιμα. «Ο Γκαρθ Ρόγκαρ πέθανε σαν πολεμιστής σύμφωνα με τους πιο αρχαίους και σεβαστούς κανόνες της αρένας. Μην τον ατιμάζεις».

Ο Λούθιεν τραβήχτηκε μακριά της νιώθοντας φρίκη. Κοίταξε τους συντρόφους του, τους πολεμιστές που έκαναν προπόνηση δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν βρήκε καμιά υποστήριξη. Αισθάνθηκε ξάφνου σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε ξένους.

Και τότε γύρισε και άρχισε να τρέχει, διέσχισε την αρένα και το τούνελ, βγήκε στην ανοιχτή περιοχή κοντά στο λιμάνι και τράβηξε βόρεια ακολουθώντας την παραλία.

«Ήταν ένα ατυχές γεγονός», είπε ο Γκάχρις προσπαθώντας να μειώσει τη σοβαρότητα των γεγονότων.

«Ήταν φόνος», τον διόρθωσε ο Ίθαν ενώ ο πατέρας του κοίταζε τριγύρω νευρικά, σαν να φοβόταν ότι μπορεί να κρυφάκουγε κανένας από τους Κυκλωπιανούς φρουρούς του Όμπρεϊ.

«Υπερβολές», ψιθύρισε ο Γκάχρις.

«Ονομάζεις την αλήθεια υπερβολή», είπε ο Ίθαν αυστηρά και δυνατά, αρνούμενος να υποχωρήσει.

«Δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο», είπε ο Γκάχρις. Συνέχισε να κοιτάζει γύρω του επισύροντας ένα περιφρονητικό, επικριτικό βλέμμα του γιού του. «Τίποτα! Ακούς;»

Ο Ίθαν ξεφύσηξε χλευαστικά κοιτάζοντας επίμονα αυτό τον άνθρωπο, αυτό τον άγνωστο που φοβόταν τόσο πολύ. Καταλάβαινε πολύ καλά την επικίνδυνη θέση του Γκάχρις, καταλάβαινε τους πολιτικούς παράγοντες που καθόριζαν τη συμπεριφορά του. Αν ο πατέρας του τολμούσε να στραφεί ενάντια στον Όμπρεϊ ή σε οποιοδήποτε μέλος της παρέας του, ο δούκας του Μόντφορτ θα έκανε αντίποινα, κατά πάσα πιθανότητα στέλνοντας έναν στόλο να καταλάβει το Μπέντγουιντριν. Αυτό όμως δεν είχε σημασία για τον Ίθαν, και δεν ήταν διατεθειμένος να δείξει κατανόηση στον πατέρα του. Ο περήφανος νεαρός Μπέντγουιρ πίστευε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία αξίζει τον κόπο να πολεμήσει και να πεθάνει κανείς.

«Και τι γίνεται με την αρχόντισσα Αβονίζ;» ρώτησε τονίζοντας σαρκαστικά τη λέξη “αρχόντισσα”.

Ο Γκάχρις αναστέναξε, και εκείνη τη στιγμή φάνηκε πραγματικά πολύ ασήμαντος στον γιο του. «Ο Όμπρεϊ υπαινίσσεται ότι θα την αφήσει εδώ», παραδέχτηκε. «Πιστεύει ότι η επιρροή της θα είναι θετική για το Μπέντγουιντριν».

«Μια καινούρια σύζυγος για τον Γκάχρις», είπε σαρκαστικά ο Ίθαν. «Μια κατάσκοπος του Μόρκνεϊ μέσα στον οίκο του Μπέντγουιρ». Ο πατέρας του δεν απάντησε.

«Από ’δω και στο εξής, λοιπόν, τι θα γίνει με αυτήν τη γυναίκα που αλλάζει τόσο εύκολα συντρόφους;» ρώτησε δυνατά ο Ίθαν με τη φωνή του να στάζει δηλητήριο. «Θα πρέπει να την αποκαλώ “μητέρα;”»

Ένα κύμα οργής κυρίεψε τον Γκάχρις και, πριν προλάβει να ελέγξει τον εαυτό του, το χέρι του απλώθηκε αστραπιαία και χαστούκισε τον Ίθαν.

Ο Ίθαν δεν αντέδρασε, μόνο αγριοκοίταξε τον πατέρα του ενώ τα μάτια του είχαν στενέψει.

Ο Γκάχρις δεν ήθελε να φτάσουν τόσο μακριά τα πράγματα, εδώ όμως υπέβοσκε ένας σοβαρός κίνδυνος, και για τον ίδιο μα και για όλους τους κατοίκους του Μπέντγουιντριν. Ο ασπρομάλλης κόμης θυμήθηκε ξαφνικά τη γυναίκα του που είχε πεθάνει στη μεγάλη επιδημία, θυμήθηκε τα χρόνια της ελευθερίας πριν τον Γκρινσπάροου. Εκείνη η εποχή όμως είχε περάσει και η στιγμιαία ανάμνηση πέρασε επίσης καθώς κοίταξε ξανά το ανελέητο πρόσωπο του γιου του, ένα πρόσωπο που έδειχνε καθαρά στον ρεαλιστή Μπέντγουιρ τι πρέπει να κάνει.