Выбрать главу

Ο Λούθιεν στεκόταν πάνω από μια απόκρημνη πλαγιά στη βόρεια πλευρά του κόλπου. Κοίταξε πίσω και είδε τα τελευταία φώτα να σβήνουν στην πόλη της Νταν Βάρνα. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει ό,τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ, ο φίλος του, ήταν νεκρός. Ο νεαρός Μπέντγουιρ, που ως τότε ζούσε μια προστατευμένη ζωή χάρη στο αξίωμα του πατέρα του, είχε πάρει μια γεύση σήμερα για πρώτη φορά από την απάνθρωπη διακυβέρνηση του Γκρινσπάροου και, καθώς δεν είχε καμία πείρα σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την αρένα, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.

Μήπως αυτή η κατάσταση σχετιζόταν με τη μόνιμα κακή διάθεση του Ίθαν; αναρωτήθηκε. Ο Λούθιεν ήξερε ότι ο αδελφός του δεν είχε κανένα σεβασμό για τον Γκάχρις, κάτι που δεν μπορούσε να το καταλάβει, καθώς ο ίδιος έβλεπε τον πατέρα τους σαν έναν τολμηρό και ευγενή πολεμιστή. Μέχρι τώρα το απέδιδε σε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα του Ίθαν. Για τον Λούθιεν, ο Γκάχρις ήταν υπεράνω κάθε μομφής, ήταν ο σεβαστός κόμης του Μπέντγουιντριν, ένας άνθρωπος που τον αγαπούσε ο λαός του.

Ο Λούθιεν δεν γνώριζε στην εντέλεια τους αρχαίους κανόνες της αρένας, ήξερε όμως ότι ο Γκάχρις ήταν ο ανώτατος επόπτης της εφαρμογής τους. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν νεκρός, και το αίμα του σίγουρα έβαφε τα χέρια του Γκάχρις Μπέντγουιρ.

Γιατί όμως; Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, το πιθανό κέρδος. Φανταζόταν κάθε είδους τρελά ενδεχόμενα — ίσως είχε μαθευτεί ότι οι βάρβαροι Χιούγκοθ ετοιμάζονται να λεηλατήσουν το Μπέντγουιντριν, και αποκαλύφθηκε ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ τους βοηθούσε κατασκοπεύοντας την πόλη. Μπορεί ακόμη ο Γκάχρις να είχε πληροφορηθεί ότι ο Γκαρθ Ρόγκαρ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει!

Κούνησε το κεφάλι του διώχνοντας αυτές τις γελοίες σκέψεις. Γνώριζε τον Γκαρθ Ρόγκαρ πολλά χρόνια. Ο φίλος του δεν ήταν κατάσκοπος και, ακόμη περισσότερο, δεν ήταν δολοφόνος.

Γιατί τότε;

«Πολλοί στην πόλη ανησυχούν για σένα», ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πίσω του. Δεν χρειάστηκε να γυρίσει, ήξερε ότι ήταν η Κατρίν Ο’Χέιλ. «Ανάμεσά τους και ο πατέρας σου, φαντάζομαι».

Ο Λούθιεν συνέχισε να κοιτάζει σιωπηλός τα ήρεμα νερά του λιμανιού μπροστά στην πόλη, που σκοτείνιαζε σιγά σιγά. Δεν κινήθηκε ακόμη και όταν η Κατρίν ήρθε, στάθηκε δίπλα του και του έπιασε το χέρι με τα δύο δικά της, όπως είχε κάνει στην αρένα.

«Θα γυρίσεις πίσω τώρα;»

«Η εκδίκηση δεν είναι ατιμωτική», απάντησε σχεδόν γρυλίζοντας ο Λούθιεν. Γύρισε και κοίταξε την Κατρίν, αν και δεν μπορούσε σχεδόν να τη δει, καθώς το σκοτάδι πύκνωνε γοργά.

Πέρασαν κάμποσες στιγμές σιωπής πριν απαντήσει η Κατρίν.

«Όχι», συμφώνησε. «Αλλά να ορκιστείς εκδίκηση δημόσια, στη μέση της αρένας, ενάντια σε κάποιον που είναι φίλος και συγγενής του δούκα του Μόντφορτ, αυτό θα ήταν μεγάλη ανοησία. Θέλεις να του δώσεις μια πρόφαση για να σε σκοτώσει και να αντικαταστήσει τον πατέρα σου, μόνο και μόνο για μια στιγμή θυμού;»

Ο Λούθιεν τραβήχτηκε μακριά της ενώ τώρα ήταν περισσότερο θυμωμένος, αφού δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ορθότητα των λόγων της.

«Τότε παίρνω όρκο τώρα», είπε, «επίσημα, αλλά μπροστά σε σένα μόνο. Ορκίζομαι στον τάφο της νεκρής μητέρας μου ότι θα εκδικηθώ αυτόν που σκότωσε τον Γκαρθ Ρόγκαρ. Όποιο κι αν είναι το κόστος, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες για μένα, για τον πατέρα μου και για το Μπέντγουιντριν».

Η Κατρίν δεν πίστευε στα αυτιά της, από την άλλη μεριά όμως ούτε και μπορούσε να επιπλήξει τον Λούθιεν για τα γενναία του λόγια. Ένιωθε και η ίδια μέσα της να βράζει ένας ανήμπορος θυμός, για πρώτη φορά στη ζωή της αισθανόταν σαν αιχμάλωτη. Είχε μεγαλώσει στο Χέιλ, στην ανοιχτή Θάλασσα του Άβον. Είχε περάσει τη ζωή της αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο μέσα σε μικρά, αλιευτικά σκάφη που αψηφούσαν τα κύματα και τις άγριες φάλαινες, ζώντας συνεχώς στα σύνορα του θανάτου. Το Χέιλ όμως ήταν απομονωμένη και αυτάρκης περιοχή, γι’ αυτό σπάνια την επισκέπτονταν ξένοι. Ό,τι κι αν συνέβαινε στο Μπέντγουιντριν ή πιο μακριά, στο Εριαντόρ και το Άβον, το Χέιλ δεν μάθαινε τίποτα. Και έτσι, οι περήφανοι κάτοικοι του Χέιλ μέσα στην άγνοιά τους παρέμεναν ελεύθεροι.

Τώρα όμως η Κατρίν έβλεπε τις πολιτικές πλευρές της κατάστασης και η γεύση στο στόμα της δεν ήταν λιγότερο πικρή από τη γεύση στο στόμα του Λούθιεν. Έστρεψε τον νέο προς το μέρος της και πλησίασε πιο κοντά, έτσι που η ζέστη των σωμάτων τους να υπερνικήσει τον παγερό άνεμο της αυγουστιάτικης νύχτας.

Την αυγή της επόμενης μέρας, το πλοίο με τα μαύρα πανιά και τις σημαίες του Μόντφορτ και του Άβον βγήκε από το λιμάνι της Νταν Βάρνα τινάζοντας με την πλώρη του πίδακες νερού στον κρυστάλλινο αέρα.