Выбрать главу

Η Κατρίν είχε γυρίσει στους στρατώνες, αλλά ο Λούθιεν βρισκόταν ακόμη πάνω στη δασωμένη πλαγιά. Καθώς έβλεπε τα πανιά του πλοίου να μικραίνουν σκέφτηκε ότι τον περιμένουν μεγάλα ταξίδια, αν ήθελε να κρατήσει τον όρκο του της εκδίκησης. Ήταν όμως νέος, με ισχυρή θέληση και, ενώ έβλεπε πάνω από την πλαγιά το πλοίο να φεύγει, ορκίστηκε και πάλι ότι δεν θα ξεχάσει τον Γκαρθ Ρόγκαρ.

Θα προτιμούσε να λείψει για πολλές μέρες ακόμη από τη Νταν Βάρνα. Δεν ήθελε να δει τον πατέρα του, γιατί τι εξήγηση θα μπορούσε να του δώσει ο Γκάχρις για ό,τι έγινε; Πεινούσε και κρύωνε όμως, και η κοντινότερη πόλη, όπου σίγουρα θα τον αναγνώριζαν, απείχε μία ολόκληρη μέρα με τα πόδια.

Δεν είχε προλάβει να περάσει την πόρτα του αρχοντικού των Μπέντγουιρ, όταν τον πλησίασαν δύο Κυκλωπιανοί. «Ο πατέρας σου θέλει να σε δει», είπε απότομα ο ένας.

Ο Λούθιεν συνέχισε να περπατά, αλλά οι δυο φρουροί σταύρωσαν μπροστά του τις αλαβάρδες που κρατούσαν κόβοντάς του τον δρόμο. Το χέρι του Λούθιεν πήγε αμέσως στη μέση του, αλλά δεν έφερε όπλα.

«Ο πατέρας σου θέλει να σε δει», επανέλαβε ο Κυκλωπιανός απλώνοντας το ελεύθερο χέρι του κι αρπάζοντας με δύναμη τον Λούθιεν από το μπράτσο. «Είπε να παρουσιαστείς μπροστά του, ακόμη κι αν χρειαστεί να σε πάμε σέρνοντας».

Ο Λούθιεν τράβηξε το χέρι του με μια απότομη κίνηση κοιτάζοντας άγρια τον Κυκλωπιανό. Σκέφτηκε να του δώσει μια γροθιά στα μούτρα ή απλώς να τους προσπεράσει, αλλά δεν του άρεσε καθόλου η σκέψη ότι θα τον πήγαιναν στο δωμάτιο του πατέρα του σέρνοντάς τον από τους αστραγάλους.

Σε λίγο στεκόταν μπροστά στον Γκάχρις, μέσα στο γραφείο όπου ο κόμης είχε τα λίγα βιβλία της οικογένειας (μερικά από τα ελάχιστα βιβλία που απέμεναν πια σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν), μαζί με τα άλλα οικογενειακά του κειμήλια. Ο κόμης στεκόταν καμπουριασμένος μπροστά στο τζάκι κι έριχνε ξύλα αν και η φωτιά ήταν ήδη πολύ δυνατή, λες και ένιωθε παγωμένος, παρ’ όλο που δεν έκανε και τόσο κρύο. Στον τοίχο από πάνω του βρισκόταν το πιο πολύτιμο κειμήλιο απ’ όλα, το οικογενειακό ξίφος, με την τέλεια κόψη του να αστράφτει και τη χρυσή λαβή του στολισμένη με πολύτιμες πέτρες. Η λαβή εκείνη είχε σχήμα όρθιου δράκοντα που τα υψωμένα φτερά του σχημάτιζαν τον προφυλαχτήρα του χεριού. Είχε φτιαχτεί από τους νάνους του Άιρον Κρος πριν από αιώνες, και η λεπίδα του ήταν από σφυρηλατημένο μέταλλο τυλιγμένο γύρω από τον εαυτό του χίλιες φορές, έτσι που η κόψη του γινόταν πιο ακονισμένη με τη χρήση. Το ονόμαζαν “Τυφλωτή”, για το ισοζύγιασμά του και για το γεγονός ότι είχε τυφλώσει πολλούς Κυκλωπιανούς κατά τον άγριο πόλεμο πριν από εξακόσια χρόνια.

«Πού ήσουν;» ρώτησε ο Γκάχρις ήρεμα. Σκούπισε τα μαυρισμένα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος, αλλά χωρίς να γυρίσει ακόμη προς το μέρος του γιου του.

«Θέλησα να πάω κάπου μακριά», απάντησε ο Λούθιεν προσπαθώντας να φανεί κι αυτός εξίσου ήρεμος με τον πατέρα του.

«Για να εκτονωθεί ο θυμός σου;»

Ο Λούθιεν αναστέναξε αλλά δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει.

Ο Γκάχρις γύρισε προς το μέρος του. «Αυτό ήταν συνετό, γιε μου», είπε. «Ο θυμός οδηγεί σε απερίσκεπτες ενέργειες, που συχνά έχουν τις πιο δυσάρεστες συνέπειες».

Φαινόταν τόσο ήρεμος και λογικός, πράγμα που ενόχλησε βαθιά τον Λούθιεν. Ο φίλος του ήταν νεκρός! «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;» ξέσπασε, ενώ ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον πατέρα του με τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. «Να σκοτώσεις έναν… Τι είσαι…» Η φράση του Λούθιεν έσβησε, τα συναισθήματά του ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να τα εκφράσει.

Στο μεταξύ ο Γκάχρις προσπαθούσε να ηρεμήσει τον γιο του κάνοντας κατευναστικές κινήσεις με τα χέρια και μουρμουρίζοντας καθησυχαστικά λόγια. «Τι ήθελες να κάνω;» είπε, λες και αυτή η ερώτηση τα εξηγούσε όλα.

Ο Λούθιεν άνοιξε τα χέρια του σε μια απελπισμένη χειρονομία. «Ο Γκαρθ Ρόγκαρ δεν άξιζε τέτοια μοίρα!» φώναξε. «Κατάρα στον υποκόμη Όμπρεϊ και στους διεστραμμένους συντρόφους του!»

«Ηρέμησε, γιε μου», έλεγε ο Γκάχρις ξανά και ξανά. «Ο κόσμος μας δεν είναι πάντα δίκαιος και σωστός, αλλά…»

«Δεν υπάρχει δικαιολογία», απάντησε ο Λούθιεν με σφιγμένα δόντια.

«Ούτε καν ο πόλεμος;» ρώτησε απερίφραστα ο Γκάχρις.

Η ανάσα του Λούθιεν έβγαινε με κοφτά, θυμωμένα αγκομαχητά.

»Δεν έχεις μες στη μνήμη σου τα ματωμένα πεδία της μάχης», συνέχισε ο Γκάχρις, «ούτε ξίφη βουτηγμένα στο αίμα των σκοτωμένων εχθρών, ούτε το έδαφος που οργώνεται από τις οπλές των αλόγων κατά την επέλαση. Τα αθώα σου μάτια δεν έχουν δει ακόμη αυτήν τη φρίκη, και είθε να μην τη δουν ποτέ! Γιατί σκηνές σαν αυτές, τους κλέβουν τη λάμψη τους», εξήγησε ο Γκάχρις δείχνοντας τα δικά του, καστανά μάτια, που πραγματικά έμοιαζαν θαμπά εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό.