Выбрать главу

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ο Κυκλωπιανός κουνώντας επικίνδυνα μια τρίαινα. Έμεινε όμως κοντά στην πόρτα, στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από τον Λούθιεν.

«Τι κάνω;» επανέλαβε κατάπληκτος ο Λούθιεν, και η έκφρασή του φανέρωσε σύντομα ακόμη μεγαλύτερη απορία, επειδή δεν αναγνώριζε αυτό τον στρατιώτη, αν και ήξερε όλους τους Κυκλωπιανούς της φρουράς του Γκάχρις.

«Τι κάνεις!» βρυχήθηκε ο Κυκλωπιανός. «Τι δουλειά έχεις να βρίσκεσαι στα ιδιωτικά δωμάτια του κόμη και της κόμισσας του Μπέντγουιντριν;»

«Της κόμισσας;» μουρμούρισε ο Λούθιεν και κόντεψε να πνιγεί με αυτήν τη λέξη.

«Σε ρώτησα κάτι!» γρύλισε ο Κυκλωπιανός κραδαίνοντας πάλι την τρίαινα.

«Μα τους λάκκους της λάβας των Πέντε Φυλάκων, ποιος είσαι εσύ για να με ρωτήσεις οτιδήποτε;» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ.

«Προσωπικός φρουρός της κόμισσας του Μπέντγουιντριν», απάντησε ο μονόφθαλμος χωρίς δισταγμό.

«Κι εγώ είμαι ο γιος του κόμη», δήλωσε ο Λούθιεν.

«Ξέρω ποιος είσαι, μονομάχε», απάντησε ο Κυκλωπιανός φέρνοντας την τρίαινα στο πλάι. Αυτή η κίνηση αποκάλυψε μια βαλλίστρα περασμένη στη φαρδιά του πλάτη, και τότε ο Λούθιεν κατάλαβε ποιος είναι. Πετάχτηκε όρθιος πετώντας το βιβλίο πάνω στο γραφείο.

»Δεν αναγγέλθηκε η επίσκεψή σου», συνέχισε ο Κυκλωπιανός, απτόητος. «Επομένως δεν έχεις καμιά δουλειά να είσαι εδώ! Φύγε τώρα πριν σε μάθω τη σωστή εθιμοτυπία των ευγενών!»

Ο Κυκλωπιανός έσφιξε την τρίαινα μπροστά στο στήθος του και γύρισε αργά προς την πόρτα κρατώντας το κόκκινο μάτι του καρφωμένο στον Λούθιεν μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ο Λούθιεν τον κοίταζε εμβρόντητος, είχε παραλύσει μπροστά σε αυτή την απίστευτη κατάσταση που αντιμετώπιζε ξαφνικά. Είχε ορκιστεί εκδίκηση, και ο ορκισμένος εχθρός του, που νόμιζε ότι είχε φύγει με το πλοίο του Όμπρεϊ, στεκόταν τώρα μπροστά του. Όμως, ποιες μπορεί να ήταν οι συνέπειες; Και για ποιον σκοπό είχε αφήσει ο Όμπρεϊ τούτο τον συγκεκριμένο φρουρό στο νησί; Άλλο πράγμα ήταν να αφήσει την Αβονίζ, ο Λούθιεν δεν θα σκότωνε μια γυναίκα που δεν ήταν πολεμίστρια· αλλά να αφήσει αυτό τον δολοφόνο στο Μπέντγουιντριν, ήταν κάτι που δεν το χωρούσε το μυαλό του. Σίγουρα ο υποκόμης υπολόγιζε σωστά τι θα γινόταν…

Του ήρθαν στο νου τα λόγια του Ίθαν, για το δόλωμα που θα προκαλούσε την πτώση του Οίκου των Μπέντγουιρ, και κατάλαβε ότι η απόφαση που θα έπαιρνε τώρα θα καθόριζε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

«Ακολούθησέ με», είπε ο Κυκλωπιανός χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έτσι όπως ήταν γυρισμένος προς την πόρτα, ο Λούθιεν έβλεπε τώρα καθαρά τη βαλλίστρα με την οποία είχε σκοτώσει τον Γκαρθ Ρόγκαρ.

«Πες μου», είπε ήρεμα, «το απόλαυσες σκοτώνοντας έναν άνθρωπο που ήταν πεσμένος κάτω;»

Ο Κυκλωπιανός γύρισε αμέσως προς το μέρος του με ένα μοχθηρό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό του αποκαλύπτοντας τα μυτερά και κιτρινισμένα δόντια του. «Πάντα το απολαμβάνω όταν σκοτώνω ανθρώπους», είπε. «Και τώρα θα φύγεις ή θα το διαπιστώσεις αυτό και μόνος σου;»

Με μια εντελώς ενστικτώδη κίνηση ο Λούθιεν έπιασε μια πέτρα που είχε ο πατέρας του πάνω στο γραφείο για να κρατά τις περγαμηνές, και την εξαπέλυσε με δύναμη χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στον μηρό, παρά την προσπάθεια που έκανε εκείνος για να την αποφύγει. Ο φρουρός βόγγηξε από πόνο και αμέσως μετά γρύλισε θυμωμένος στρέφοντας την τρίαινα προς τον Λούθιεν.

Αυτή δεν ήταν από τις πιο έξυπνες πράξεις σου, είπε ο Λούθιεν στον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε ότι ήταν άοπλος. Ο μονόφθαλμος πλησίασε. Το παλληκάρι πήρε μια ξύλινη καρέκλα για να τη χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα, αλλά με το πρώτο δυνατό χτύπημα της τρίαινας διαλύθηκε και ο Λούθιεν οπισθοχώρησε όπως-όπως.

Καλύφθηκε για μια στιγμή πίσω από το γραφείο. Μετά, πετάχτηκε κυλώντας στο τζάκι κι άρπαξε ένα μακρύ, μεταλλικό άγκιστρο με το οποίο γύριζαν τα κούτσουρα. Γύρισε και μόλις που πρόλαβε να σηκωθεί έγκαιρα για να αντιμετωπίσει το δεύτερο χτύπημα της τρίαινας. Ευτυχώς, ο γάντζος έπιασε την άκρη της τρίαινας αρκετά για να της αλλάξει λίγο πορεία, ενώ ταυτόχρονα ο ευκίνητος Λούθιεν πεταγόταν αριστερά. Παρ’ όλα αυτά η τρίαινα τού έκανε μια οδυνηρή γρατσουνιά στο πλάι της κοιλιάς και μια γραμμή αίμα λέκιασε τον σκισμένο λευκό χιτώνα του.

Ο Κυκλωπιανός έγλειψε τα μυτερά του δόντια χαμογελώντας πλατιά.

«Δεν έχω όπλο!» διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.

«Κι αυτό είναι ακόμη πιο διασκεδαστικό», απάντησε ο Κυκλωπιανός αρχίζοντας ένα κάρφωμα προς τα εμπρός, μόνο που την τελευταία στιγμή αντέστρεψε το όπλο του έτσι ώστε η πίσω άκρη του κονταριού διέγραφε ένα ημικύκλιο. Ο Λούθιεν αντελήφθη την προσποίηση και πήδησε στον αέρα αφήνοντας το κοντάρι να περάσει από κάτω του, αφού πρώτα κατάφερε την τελευταία στιγμή να σταματήσει έγκαιρα την αρχική του κίνηση, που ήταν να σκύψει. Προσγειώθηκε, έκανε ένα βήμα μπροστά και τίναξε τα δάχτυλά του ίσια προς στο μάτι του Κυκλωπιανού.