Выбрать главу

Τότε όμως απλώθηκε στο Εριαντόρ ένα σκοτάδι που δεν μπορούσε να το κόψει το σπαθί ούτε να το διώξει η ανδρεία: μια αρρώστια που οι ψίθυροι έλεγαν ότι είναι έργο μαύρης μαγείας. Δεν άγγιξε κανέναν στο Άβον, αλλά επεκτάθηκε σε όλο το ελεύθερο Εριαντόρ. Στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά δύο στους τρεις χάθηκαν, ενώ από εκείνους που επέζησαν, δύο στους τρεις ήταν τόσο αδύναμοι ώστε δεν μπορούσαν να πολεμήσουν.

Έτσι ο Γκρινσπάροου επικράτησε επιβάλλοντας μια ανακωχή που έκανε δικές του όλες τις περιοχές βόρεια του Άιρον Κρος. Διόρισε τον όγδοο δούκα του κυρίαρχο στην πόλη των ορυχείων, το Μόντφορτ, που είχε στο μεταξύ ονομαστεί Κάερ Μακντόναλντ, προς τιμή του Ενωτή.

Ακολούθησαν σκοτεινές εποχές για το Εριαντόρ. Οι Νεραϊδογέννητοι αποχώρησαν και οι νάνοι υποδουλώθηκαν.

Αυτά έγιναν πριν από είκοσι χρόνια. Τότε γεννήθηκε ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.

Αυτή είναι η ιστορία του.

1

Οι αμφιβολίες του Ίθαν

Ο Ίθαν Μπέντγουιρ, ο μεγαλύτερος γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν, στεκόταν περήφανα στο μπαλκόνι του αρχοντικού στην Νταν Βάρνα και κοίταζε το δικάταρτο καράβι με τα μαύρα πανιά που έμπαινε αργά στο λιμάνι. Είχε συνοφρυωθεί πριν ακόμη ανεβεί στο κατάρτι η σημαία με το κόκκινο μάτι και τις διασταυρωμένες ανοιχτές παλάμες από πάνω. Μόνο τα πλοία του βασιλιά ταξίδευαν στα σκοτεινά και κρύα νερά της Θάλασσας Ντόρσαλ, της Θάλασσας των Πτερυγίων, που είχε πάρει το όνομά της από τα φοβερά μαύρα πτερύγια των σαρκοβόρων φαλαινών, οι οποίες λυμαίνονταν αυτά τα νερά σχηματίζοντας αδηφάγα κοπάδια — τα πλοία του βασιλιά και τα πλοία των βαρβάρων από τα βορειοανατολικά, αλλά οι βάρβαροι δεν ταξίδευαν ποτέ με ένα μόνο πλοίο.

Σε λίγο ανέβηκε στο κατάρτι μια δεύτερη σημαία, ένα μυώδες χέρι λυγισμένο στον αγκώνα, που κρατούσε μια αξίνα μεταλλωρύχου.

«Επισκέψεις;» είπε μια φωνή από πίσω.

Ο Ίθαν, αναγνωρίζοντας τη φωνή του πατέρα του, δεν γύρισε. «Με τη σημαία του δούκα του Μόντφορτ», απάντησε, και η περιφρόνηση ήταν φανερή στη φωνή του.

Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ στάθηκε στο μπαλκόνι δίπλα στον γιο του και ο Ίθαν έκανε έναν αδιόρατο, αθέλητο μορφασμό κοιτάζοντας τον πατέρα του. Φαινόταν περήφανος και δυνατός, όπως τον θυμόταν πάντα ο Ίθαν. Μέσα στις πρώτες ακτίνες του ήλιου που ανέτειλε, τα καστανά μάτια του Γκάχρις άστραφταν και η δυνατή θαλασσινή αύρα ανέμιζε τα πυκνά, ασημόλευκα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και ανεμοδαρμένο από τις αμέτρητες ώρες που είχε περάσει κάτω από τον ήλιο σε μικρά αλιευτικά σκάφη, στην επικίνδυνη Θάλασσα Ντόρσαλ. Ο Γκάχρις και ο Ίθαν είχαν το ίδιο ύψος, ήταν και οι δύο ψηλότεροι από τους περισσότερους άντρες στο νησί Μπέντγουιντριν οι οποίοι, με τη σειρά τους, ήταν ψηλότεροι από τους άντρες του υπόλοιπου βασιλείου. Οι πλάτες του ήταν ακόμη φαρδιές και τα μπράτσα του φούσκωναν από δυνατούς μυς, αποτέλεσμα της ασταμάτητης δουλειάς στα νιάτα του.

Όμως, τώρα που το πλοίο με τα μαύρα πανιά πλησίασε στην αποβάθρα και οι βραχνές φωνές των Κυκλωπιανών του πληρώματος άρχισαν να προστάζουν αυταρχικά τους νησιώτες σαν να απευθύνονται σε δούλους, η έκφραση στα μάτια του Γκάχρις φάνηκε σαν να μην άρμοζε πια στην υψηλή θέση και το περήφανο παράστημά του.

Ο Ίθαν στράφηκε πάλι στο λιμάνι. Δεν ήθελε να βλέπει τον τσακισμένο πατέρα του.

«Πρέπει να είναι ο ξάδελφος του δούκα», είπε ο Γκάχρις. «Είχα ακούσει ότι κάνει διακοπές περιοδεύοντας στα βόρεια νησιά. Τι να γίνει, πρέπει να τον περιποιηθούμε όσο καλύτερα μπορούμε». Γύρισε να φύγει, αλλά σταμάτησε βλέποντας ότι ο ξεροκέφαλος Ίθαν έσφιγγε ακόμη με δύναμη τα κάγκελα τα μπαλκονιού.

«Θα μονομαχήσεις στην αρένα για να διασκεδάσουμε τον καλεσμένο μας;» ρώτησε, ξέροντας ήδη την απάντηση.

«Μόνο αν αντίπαλός μου είναι ο ξάδελφος του δούκα», απάντησε σοβαρός ο Ίθαν, «κι αν η μονομαχία είναι μέχρι θανάτου».

«Πρέπει να μάθεις να αποδέχεσαι τα πράγματα όπως είναι», τον μάλωσε ο Γκάχρις Μπέντγουιρ.

Ο Ίθαν γύρισε και τον κοίταξε θυμωμένα, ένα βλέμμα που ίσως να είχε ρίξει και ο ίδιος ο Γκάχρις σε ανάλογη περίπτωση, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, όταν το ανεξάρτητο Εριαντόρ δεν είχε πέσει ακόμη στα χέρια του Γκρινσπάροου, βασιλιά του Άβον. Ο Γκάχρις χρειάστηκε αρκετές στιγμές για να βρει την αυτοκυριαρχία του, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του όσα είχαν να χάσουν ο ίδιος και ο λαός του. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα για τους κατοίκους του Μπέντγουιντριν ή των άλλων νησιών. Ο Γκρινσπάροου ενδιαφερόταν κυρίως για τις περιοχές του ίδιου του Άβον, νότια των βουνών που ονομάζονται Άιρον Κρος και, μολονότι ο Μόρκνεϊ, ο δούκας του Μόντφορτ, είχε υπό αυστηρό έλεγχο τους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας, άφηνε τους νησιώτες σχετικά ήσυχους, με την προϋπόθεση να πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους και να φέρονται με τον απαραίτητο σεβασμό στους απεσταλμένους του, όταν εκείνοι περνούσαν από κάποιο νησί.