Выбрать главу

Ο Λούθιεν όμως έσκυψε ενώ η απόκρουσή του προσανατολιζόταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, με το ξίφος του να κινείται προς τα πάνω κι όχι προς τα κάτω. Η τρίαινα τινάχτηκε ψηλά και ο Λούθιεν πέρασε με μια βουτιά πάνω από τον καναπέ και κύλησε στο δάπεδο. Ο Κυκλωπιανός έκανε πίσω ενστικτωδώς για να ευθυγραμμίσει το όπλο του, αλλά ο νέος σηκώθηκε από κάτω και όρμησε σκυμμένος μπροστά με το ξίφος προτεταμένο.

Ο Τυφλωτής καρφώθηκε στην κοιλιά του Κυκλωπιανού και η αιχμή του διευθύνθηκε προς τα πάνω διατρυπώντας το διάφραγμα, τα πνευμόνια και την καρδιά του. Στο μεταξύ ο μονόφθαλμος είχε υψώσει την τρίαινα πάνω από το κεφάλι του σημαδεύοντας προς τα κάτω, έτσι που για μια τρομερή στιγμή ο Λούθιεν νόμισε ότι θα τον καρφώσει.

Μετά όμως είδε το φως να σβήνει από το μάτι του Κυκλωπιανού, είδε τη δύναμη να χάνεται από τους μυς του. Η τρίαινα έπεσε κάτω, ενώ ο νεκρός μονόφθαλμος γλίστρησε προς τα πίσω, ξεκαρφώθηκε από το ξίφος του Λούθιεν και σωριάστηκε πάνω της.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε προσεχτικά και κοίταξε τον ακίνητο Κυκλωπιανό. Ο πρώτος αντίπαλος που σκότωνε. Δεν του άρεσε η αίσθηση, δεν του άρεσε καθόλου. Τον κοίταξε και θύμισε πολλές φορές στον εαυτό του ότι αυτός είναι ο δολοφόνος του Γκαρθ Ρόγκαρ και ότι θα τον σκότωνε και τον ίδιο, αν δεν κατάφερνε να αποδειχτεί καλύτερος πολεμιστής. Άλλωστε, δεν ήταν άνθρωπος, ήταν Κυκλωπιανός. Ο Λούθιεν, έχοντας ζήσει μια προστατευμενη ζωή δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία αυτού του γεγονότος, ήξερε όμως ότι οι Κυκλωπιανοί δεν είναι άνθρωποι, ούτε στην εμφάνιση ούτε στην ιδιοσυγκρασία. Οι μονόφθαλμοι ήταν άγρια πλάσματα, μοχθηρά, χωρίς αγάπη και έλεος. Μόνο αυτή η γνώση τον έσωσε εκείνη τη στιγμή από τις τύψεις συνειδήσεως και του επέτρεψε να αναθαρρήσει. Μια βαθιά ανάσα τον βοήθησε να συνέλθει πιο πολύ.

Κοίταξε το ματωμένο ξίφος. Είχε τέλειο ζύγιασμα και ήταν απίστευτα κοφτερό. Ήταν εκπληκτικό πόσο εύκολα έκοψε τον χοντρό, δερμάτινο χιτώνιο του Κυκλωπιανού και διαπέρασε το σώμα του. Με ένα απλό χτύπημα το ξίφος είχε κάνει μια τομή μισού μέτρου στο ανάκλιντρο, που ήταν πολύ καλή κατασκευή, διαλύοντας επίσης κάμποσες σανίδες. Έτσι όπως κρατούσε το ξίφος τώρα, έχοντας εκπληρώσει τον όρκο του, έχοντας εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του, αισθάνθηκε το αίμα των περήφανων προγόνων του να τρέχει άγριο στις φλέβες του.

Σιγά-σιγά ηρέμησε συνειδητοποιώντας ότι με αυτό που έκανε είχε θέσει μια ολόκληρη ακολουθία γεγονότων σε κίνηση — γεγονότα που θα οδηγούσαν στον θάνατό του αν παρέμενε στην Νταν Βάρνα. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, αλλά αυτό δεν του προκάλεσε θλίψη για τον εαυτό του. Είχε κάνει την επιλογή του πρόθυμα όταν πέταξε την πέτρα στον Κυκλωπιανό προκαλώντας τη σύγκρουση ανάμεσά τους. Και αν ήταν αλήθεια όσα του είχε πει ο Ίθαν, δεν θα υπήρχαν δικαιολογίες για τον φοβισμένο Γκάχρις. Έφερε πάλι στον νου του την τελευταία του συνάντηση με τον πατέρα του επανεξετάζοντας τα λόγια του Γκάχρις κάτω από το φως των αποκαλύψεων του Ίθαν. Ο αδελφός του δεν του είχε πει ψέματα.

Δεν μπορούσε να το πιστέψει πόσο είχε αλλάξει ξαφνικά η ζωή του και πόσο θα συνέχιζε να αλλάζει, εφόσον θα έφευγε από την Νταν Βάρνα και το Μπέντγουιντριν σαν εγκληματίας. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να προλάβει τον Ίθαν, σίγουρα ο αδελφός του θα καταλάβαινε τις πράξεις του και θα τον βοηθούσε, μετά όμως απέρριψε αυτή την ιδέα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ίθαν θα είχε φτάσει ήδη στο πορθμείο που θα τον μετέφερε στην ηπειρωτική περιοχή του Εριαντόρ. Πού θα πήγαινε από εκεί όμως; Στο Μόντφορτ ίσως; Ή θα έκανε τον γύρο του Άιρον Κρος για να φτάσει στο Καρλάιλ;

Κοίταξε από το μοναδικό, μικρό παράθυρο του δωματίου και είδε ότι ο ήλιος ανέβαινε γοργά στην ανατολή. Ο πατέρας του θα γύριζε σε λίγο. Έπρεπε να βρει στον δρόμο τις απαντήσεις στα ερωτήματα του.

Σκέφτηκε να πάρει μαζί του το ξίφος. Δεν είχε ξαναπιάσει στα χέρια του τόσο τέλειο όπλο. Όμως ήξερε ότι ο Τυφλωτής δεν ήταν δικός του, ιδιαίτερα τώρα. Αν και θεωρούσε ότι οι πράξεις του ήταν δικαιολογημένες και έντιμες, πράξεις που του είχαν επιβληθεί από τον φόνο του φίλου του, ο Λούθιεν, με τη νεανική του αντίληψη, αισθανόταν ότι ατίμασε τον Οίκο των Μπέντγουιρ. Δεν θα περιέπλεκε λοιπόν ακόμη περισσότερο τα πράγματα πέφτοντας στο επίπεδο ενός κοινού κλέφτη.

Έβαλε το ξίφος στη θέση του πάνω από το τζάκι χωρίς να σκουπίσει το αίμα από τη λεπίδα. Ήθελε να δει ο Γκάχρις ποιο όπλο είχε πάρει εκδίκηση για τον άδικο θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ.